Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Καλό Πάσχα

 












-Θέμη, τ’ αρνί δε θα φτάσει.
-Τι έπαθες κυρ’ Ηλία?
-Άστα τι έπαθα. Δε θα φτάσει τ’ αρνί. 



Μόλις είχαμε φτάσει στο σπίτι του πεθερού μου να βοηθήσουμε στις προετοιμασίες για την Κυριακή του Πάσχα και φαινόταν πολύ προβληματισμένος.

-Του είχα παραγγείλει εν’ αρνί και μου ‘φερε μικρό. Του ‘πα δεκάξι κιλά και μου ‘φερε δέκα.
-Εντάξει, πόσοι θα είμαστε?
-Δέκα-δώδεκα άτομα.
-Μια χαρά είναι. Δέκα κιλά, δηλαδή στη χειρότερη έξι κιλά κρέας καθαρό ψημένο χωρίς τα κόκαλα. Να μη το βάλουμε τριακόσια γραμμάρια στη μερίδα, με μισό κιλό στον καθένα πλούσια ταϊζει δώδεκα ανθρώπους.
-Δε θα φτάσει. Εγώ του ‘χα πει δεκάξι κιλά και μου το ‘φερε τελευταία στιγμή. Μου ‘ρθε να τον σκοτώσω. Τον έπιασα απ’ το γιακά μες το καφενείο, μας χωρίσανε. Του λεω τι είπες ρε κωλόπαιδο, μου λεει εντάξει, μην το παίρνεις. Κι εγώ τι θα έκανα τελευταία στιγμή, έριξα τα μούτρα μου και το πήρα.

Φυσικά δε τον πίστεψε κανένας. Είναι πολύ καλός άνθρωπος για να έρθει στα χέρια με οποιονδήποτε, για οποιοδήποτε λόγο. Στις εκφράσεις των παρευρισκομένων διέκρινα πως είχαν όλοι τους ακούσει την ιστορία αρκετές φορές. Ο πεθερός μου το συνηθίζει αυτό, να επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα. Δεν έχει σημασία αν το έχεις ξανακούσει, δεν έχει σημασία αν το έχουν ακούσει όλοι, σημασία έχει να το πει. Ξανά. Τι μονόλογος, τι συναίσθημα, τι απόδοση, τι παλμός. Θα μπορούσε να στέκεται στο κέντρο μιας ταινίας του Ιταλικού νεορεαλισμού, δίπλα στο Βιτόριο Γκάσμαν ή τον Τότο, δίπλα σε ιερά τέρατα της τέχνης. Αυτή η μικρή ταπεινή ιστορία με το αρνί που ζήτησε δεκαέξι κιλά και παρέλαβε μόλις δέκα. Και όλη εκείνη η ανησυχία για το αν θα φτάσει. Όμως αυτή είναι η κωμωδία, η τραγωδία ενός άλλου.

Την επόμενη μέρα πήγαμε στο σπίτι σχετικά νωρίς. Η ψησταριά ήταν ήδη αναμένη από τα χαράματα και έψηνε. Το αρνί κι ένα κοκορέτσι σχεδόν δύο μέτρα, με τέσσερις συκοταριές και έξι αντεριές, συν τα γλυκάδια. Φυσικά οι πρώτοι μεζέδες δεν άργησαν να βγούν. Φάγαμε το μισό κοκορέτσι, μια πιατέλα αυγά, τυριά, πίτα, ήπιαμε και σαράντα μπύρες ο καθένας καλαμπουρίζοντας και γελώντας δίπλα στη φωτιά. Μεζέ μεζέ, γουλιά γουλιά. 
 Όταν ήταν έτοιμο το αρνί η πεθερά μου επέμενε να στρώσει τραπέζι. Δεν είναι πρέπον βλέπετε το τραπέζι να μη στρωθεί. Καθίσαμε όλοι, ο καθένας μπροστά από ένα άδειο πιάτο και ζορίσαμε από ένα μεζέ αρνί στον τελευταίο λίγο κενό χώρο που είχε απομείνει στα στομάχια μας. Είχαμε όλοι χορτάσει από ώρα, έπρεπε όμως να φάμε και αρνί. Γιατί άμα δεν έχεις αρνί δεν έχεις γιορτή. Άμα δε φας αρνί δεν έχεις κάνει Πάσχα. Πως να το κάνουμε, αυτά τα πράγματα έτσι τα βρήκαμε.

Αφού σερβιρίστηκε και και το γλυκό, σιγά σιγά οι συνδαιτημόνες άρχισαν ένας ένας να φεύγουν. Όσοι απομείναμε από εκείνο το τραπέζι πιάσαμε ο καθένας από ένα κρεβάτι η ένα καναπέ, μιας και ήταν το μόνο που μπορούσαμε πια να κάνουμε. Σκεφτόμουν όλη εκείνη την εικόνα, όμως δεν είχα κουράγιο να γελάσω. Στο διπλανό σπίτι το γλέντι συνεχιζόταν. Ο γείτονας φτιάχνει δικό του τσίπουρο. Η συζήτηση στην παρέα τους είχε φουντώσει, στην αρχή νόμισα πως τσακώνονταν. Ανάμεσσα σε κάτι ακατάληπτα και ανερμάτιστα λόγια κάποιου που φώναζε όσο του επέτρεπε το λαρύγγι του, διέκρινα κάτι για τον Αριστοτέλη. Ξαφνιάστηκα. Συγκεντρώθηκα για να ξεχωρίσω τις λέξεις μέσα στην οχλαγωγία και ξαφνιάστηκα ακόμα πιο πολύ όταν η κουβέντα πήγε στο σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ, τον Αδόλφο Χίτλερ και το Μελιγαλά. Από το νεορεαλισμό και το Βιτόριο Γκάσμαν στο Λουίς Μπονιουέλ. Αισθάνθηκα σα να ζούσα το σκηνικό στον εξολοθρευτή άγγελο.

Τελικά έμεινε το αρνί, σχεδόν όλο. Μοιράστηκε σε τάπερ και θα το μνημονεύουμε όλη την επόμενη εβδομάδα, αυτό το ιερό σύμβολο του θριάμβου της ζωής επί του θανάτου, της άνοιξης και του προνομίου της κατανάλωσης.