Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Οι μπότες.

Όποτε θυμάμαι αυτή την ιστορία μου έρχεται στο μυαλό ένα διήγημα του Τσέχωφ με δύο αριστερές μπότες.

Πάντοτε είχα πρόβλημα με τις μπότες μου πάνω στο μηχανάκι. Συνηθίζω να φοράω αρβύλες, κάθε είδους, από στρατιωτικές μέχρι σύγχρονες με συνθετικά υλικά, ανάλλογα την κατά καιρούς τσέπη μου, που κρατάνε το πόδι ζεστό, στεγνό και κυρίως δεμένο. Έχω υποφέρει πάνω από μια φορές την ταλαιπωρία της ρήξης συνδέσμου, ειδικά στον αριστερό αστράγαλο και εκτιμώ ιδιαιτέρως την ιδέα πως όταν τσακιστώ δε θα γυρνάω με γύψο χωρίς λόγο για καιρό και μετά δε θα μπορώ να περπατήσω για πολύ καιρό ακόμα. Οπότε το πόδι δεμένο. Αλλά και ζεστό και στεγνό. Κράτα τα πόδια σου ζεστά και το κεφάλι κρύο που λένε. Για πολλά χρόνια λοιπόν φορούσα αρβύλες. Σφιχτά δεμένες αρβύλες που κάνουν τη δουλειά, κοστίζουν λίγο και δε στεναχωριέσαι άμα σκιστούν, κοπούν ή λιώσουν.

Μέχρι που τις είδα. Ένα ζευγάρι Sidi, αδιάβροχες, στρητάδικες, δερμάτινες. Χωρίς πολλά κόκαλα, κάκαλα και χρώματα. Ακριβώς όπως τις ήθελα, μαυρες κι άραχνες. Ήταν ακριβές, αλλά εκείνη την εποχή δούλευα σε μια εκδοτική περιοδικών μοτοσυκλέτας που διαφήμιζε το μαγαζί που τις πουλούσε,  οπότε έβαλα ένα συνάδελφο που είχε 30% έπτωση να πάρει προσφορά. Έδωσα 150 ευρώ την εποχή των ολυμπιακών αγώνων και τις πήρα. Ήταν δικές μου. Δε χρειαζόμουν τίποτ' άλλο, ούτε αδιάβροχο. Μόνο μπουφάν, γάντια και τις μπότες.

Δε μπορούσες να περπατήσεις μ' εκείνες τις μπότες. Έμοιαζα με λοχία του κόκκινου στρατού που παρελαύνει το βάδισμα της πάπιας στην κόκκινη πλατεία όταν το επιχειρούσα σε κανένα βενζινάδικο μέχρι την τουαλέτα, αλλά πάνω στο μηχανάκι δεν υπήρχε καλύτερο πράγμα. Και στις βροχές και στα κρύα. Έκανα πολλά ταξίδια μ' εκείνες τις μπότες κι αν και δε το συνηθίζω με τα πράγματά μου, αυτές τις διατηρούσα αγρατσούνιστες. Τις πρόσεχα σα μωρό παιδί.

Ο Φιλοποίμην ήταν πολύ καλός φίλος. Κληρούχας απ' το ναυτικό κ' είχαμε κάνει μαζί σε δύσκολη υπηρεσία. Έμενε στο σπίτι μου, τον φιλοξένησα ενάμισι χρόνο. Κάναμε πολύ καλή παρέα. Τότε δεν παίζανε φράγκα. Ούτε τώρα παίζουν αλλά τότε δε μας έννοιαζε. Βράζαμε μια κατσαρόλα ρεβύθια και την τρώγαμε με ρέγγα καψαλισμένη μεζέ στο τσίπουρο απ' την κατάψυξη, ακούγοντας δεύτερο πρόγραμμα, προθέρμανση πριν βγούμε στην άγρια ακόμα νύχτα της Αθήνας για ξευτιλίκια. Είχαμε κάνει μαζί πολλά ξευτιλίκια. Είχα τότε το CBR, θεός 'σχωρές το κι εκείνος ένα παπί Κινέζικο. Μετά έφυγε, βρήκε δουλειά στη Θεσσαλονίκη όπως την ήθελε. Μιλάγαμε στο τηλέφωνο τακτικά. Είχε αρχίσει να ψάχνει για μηχανάκι. Του 'χα πει για πλάκα να πάρει ένα GS 650 "Τσίπρας replica", που ήταν τότε στη μόδα, να ψαρώνει τις θείες τις αναρχοαυτόνομες του Βορά που του άρεσαν. Τελικά το πήρε κι ένα Σεπτέμβρη έσκασε στη Βικτώρια με το πεμφέ να μας δει όλους τους φίλους. Έκατσε δυό μέρες, στο σπίτι φυσικά.

Ο καιρός φόρτωνε. Ο Φιλ δεν είχε ποτέ πριν μεγάλο μηχανάκι. Κατέβηκε μ' ένα ζευγάρι αθλητικά και μ' αυτά ετοιμαζόταν να φύγει. Του λέω ρε μαναμ' που πας? Ο καιρός φορτώνει. Μέχρι το κάστρο θα χεις ψοφήσει. Θα σε γυρεύουμε στον Πλαταμώνα την άνοιξη. Πάρε τις μπότες να πας στη δουλειά σου. Πάρε τα παπούτσια μου, μου είπε. Τα δοκίμασα, δε μου έκαναν, δε τα πήρα. Δε θυμάμαι αν του είπα να τις κρατήσει, μπορεί και να του το είπα.

Ο καιρός πέρασε. Κάτι χαθήκαμε, κάτι ζοριλίκια τράβηξα όταν πήγα στην Αμερική, νομίζω του ριξα και κάτι γαμοσταυρίδια απ' το τηλέφωνο σε μια σούρα, όταν μου 'πε να κάνω "Κουράγιο". Άντε γαμήσου ρε Φιλ, γι αυτό ειν' οι φίλοι? Για να μας λένε "Κάνε κουράγιο"? Οι φίλοι είναι για να μας λένε "Ίσα μωρή παρθένα". Τέλος πάντων, χίλιες φορές του ζήτησα συγνώμη αλλά δε μου ξαναμίλησε.

Και οι μπότες?
Τις κράτησε τις μπότες.
Του τις ζήτησα. Τις ήθελα εκείνες τις μπότες. Ήταν ότι είχε απομείνει από την παλιά μου ζωή. Κι ας μην είχα μηχανάκι. Τις ήθελα να μου θυμίζουν ότι θα ξαναπάρω μηχανάκι. Δε μου τις έδωσε ποτέ.

Έχασα το φίλο, έχασα και τις μπότες. Και το αστείο είναι ότι δεν ξέρω τι με πειράζει πιο πολύ. Κι αν είναι για την παλιά μου ζωή, αυτή θα την ξαναφτιάξω. Πολλά μου θυμίζουν την παλιά μου ζωή και δε μπορώ να τ' αγγίξω. Τέτοιες μπότες όμως δεν ξαναφτιάχνονται. Όσο για τους φίλους, αυτή είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία.

Κι όταν ξαναφτιάξω μηχανάκι δε θα πάρω μπότες. Σα τη Λωξάντρα που δε ξαναπήρε γάτο Αγκύρας όμορφο, μα ένα χτικιάρη κοψομεσασμένο, "με μούρη σα Γκαλότσα", που τον έβριζε ολονυχτίς κι ολημερίς και τονε καταριόταν. Κάτι ήξερε κ' η Λωξάντρα. Αρβύλες θα φοράω. Αυτές που κάνουν τη δουλειά, κοστίζουν λίγο και δε στεναχωριέσαι άμα σκιστούν, κοπούν ή λιώσουν.

ΛΑΘΡΑ ΒΙΩΣΑΣ.

Είμαι στη νότια Ουαλία πριν από κάτι αιώνες και ψάχνω μεσημέρι να βρω να φαω. Παλιά στο Τέξας εννοείται, είναι όλα κλειστά. Με τα πολλά βρίσκω κεμπαπτσίδικο στη μέση του πουθενά και σκάω πυροτεχνήματα. Μπαίνω μέσα και βλέπω πάγκο με μεμέτια να τυλίγουνε. Λεω μάγκα μου εδώ είμαστε. Από που είσαστε παιδιά? Turkey μου λέει ο μεμές, ψηλός χοντρός με μούσι, σα το Ρώσο απ' το street fighter. Κάνε δύο αδερφέ του λέω κι αρχίζει ο μάγκας και γεμίζει. Κι αφού γεμίζει πιάνει μια κουτάλα και ρίχνει από πάνω μια κρέμα. Τι 'ναι τούτο μάστορα? Μαγιονέζα με σκόρδο. Μας γάμησες. Γιατί καλέ μου δε βάζεις γιαούρτι? Έχασε μισό μέτρο ο άνθρωπος. Δε το τρώνε εδώ, μου λέει. Γιατί, ξέρουνε να φάνε εδώ?, του λέω. Σκάει ένα χαμόγελο ο Τούρκος και γίναμ' αδέρφια σου λέω, αλλά καπάκι του κόπηκε. Και γυρνάω και τι να δω? Κάτι σκινάδες Ουαλοί στο παραπέρα τραπέζι που τους έμεινε η μπουκια στο στόμα σα τους Παοκτζήδες στο μπουγατσατζήδικο που είπε ο Αθηναίος τη μπουγάτσα τυρόπιτα. Πήρα τα τυλιχτά μου κι εξαφανίστηκα. Ούτε θυμάμαι σε ποιό πάρκινγκ τα κατάπια.