Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Ζιζέλ

 
Το καλοκαίρι στην Αθήνα εκτός από επίπονο είναι και βαρετό.
Ήταν ένα τέτοιο επίπονο και βαρετό μεσημέρι που κατέβηκα από το σπίτι για τσιγάρα στο ψιλικατζήδικο της Σοφίας. Λίγα λεπτά έλειψα και επιστρέφοντας βρήκα στην πόρτα μου ένα γατάκι. 

 Είχε προφανώς χάσει τη μάνα του, ήταν πολύ βρώμικο και νιαούριζε αδιάκοπα.
Αγαπώ πολύ τα ζώα και γι αυτό ακριβώς το λόγο δεν έχω κατοικίδιο. Πιστεύω πως είναι κρίμα να κλείνεις ένα ζώο σ’ ένα διαμέρισμα κι αυτό να είναι αναγκασμένο να ακολουθεί το πρόγραμμά σου. Το βρίσκω πολύ ανθρωποκεντρικό. Επίσης πιστεύω πως τα διαμερίσματα αποτελούν λύση ανάγκης και για τους ίδιους τους ανθρώπους, συμβιβασμό. Πόσο μάλλον να είσαι ζώο και να κάνεις αυτό το συμβιβασμό παρά τη θέλησή σου. Και στο κάτω κάτω εγώ δεν είμαι ικανός να συντηρήσω τον εαυτό μου, θα πάρω και κατοικίδιο?
Τέλος πάντων στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν άλλοι παράγοντες που επηρέασαν την κρίση μου πρό του μεγάλου διλήματος, δεδομένου οτι ένα γατί μακριά από τη μάνα του έχει μηδενικές πιθανότητες επιβίωσης. Πέρα από την απόλυτη εξάρτηση που έχει οποιοδήποτε νεογέννητο θηλαστικό από τη μάνα του, ειδικά τα νεογέννητα γατιά έχουν να ανταπεξέλθουν και τις επιθέσεις των ενήλληκων αρσενικών γάτων που τα θανατώνουν αναγκάζοντας έτσι τις γάτες σε πρόωρο οίστρο. Πρόκειται περι φαυλότητος.

Με αυτές τις σκέψεις να τριγυρίζουν στο μυαλό μου πήρα την απόφαση να μαζέψω το γατάκι. Ήταν πολύ μικρό, πρέπει να είχε μόλις ανοιξει τα μάτια του. Κάτω απο τη βρωμιά της πόλης μόλις που διακρίνονταν τα χρώματά του με κυρίαρχα το λευκό και το πορτοκαλί καθώς επίσης και αμέτρητους ψύλους που έκαναν μακροβούτια στο τρίχωμά του. Ήταν πολύ φοβισμένο. Το τάϊσα λίγο γάλα και το έβαλα να κοιμηθεί στο μπάνιο. Χάθηκε μέσα στα άπλυτα ρούχα μέχρι το επόμενο πρωί.

Η πρώτη μου δουλειά την επόμενη μέρα ήταν να το πάω στο γιατρό. Το βρήκε υγιές,του χορήγησε χάπι για τα παράσιτα και λάδι για τους ψύλους, με ενημέρωσε οτι ήταν θυλικό ενός περίπου μηνός, μου πήρε δεκαπέντε ευρώ και μου έδωσε σαφείς οδηγίες να του κάνω μαλλάξεις στην κοιλιά με ένα ελαφρώς βρεγμένο σφουγγάρι, για τη σωστή λειτουργία του πεπτικού του συστήματος. Επίσης μου έγραψε και μια συνταγή για την αγορά υποκατάστατου μητρικού γάλακτος για γάτες σε σκόνη.
Αυτό το τελευταίο πραγματικά δεν είχε καν περάσει απο το μυαλό μου. Υποκατάστατο μητρικού γάλακτος για γάτες. Σε σκόνη. Και μόνο γι αυτή την πληροφορία ο γιατρός άξιζε τα λεφτά του.
Κάπως έτσι βρέθηκα και πάλι στο σπίτι να ταϊζω το γατάκι με μπιμπερό και να σκέφτομαι εικόνες μικρών παιδιών στην αφρική με το πεπτικό τους σύστημα πρησμένο από την πείνα. Όπως και να ‘χει το γατάκι είχε την τύχη να γεννηθεί στην πλατεία Βικτωρίας.

Οι μέρες κυλούσαν ανέμελα, για το γατί.
Προσαρμόστηκε γρήγορα στην ασφάλεια του νέου περιβάλλοντός του, έτρωγε πολύ, μεγάλωνε γρήγορα και ήταν γεμάτο ενέργεια.
Έκανε την παρουσία του αισθητή παντού και πάντα, γινόταν σε κάθε περίπτωση η ψυχή της παρέας. Όποιος φίλος ερχόταν στο σπίτι ασχολιόταν με το γατί, τη βγάλαμε Ζιζέλ. Όχι εμπνευσμένο από κάποιο διάσημο μπαλέτο ή κάποιο διάσημο μοντέλο παρά από μια μπαργούμαν τραβεστί που δούλευε σε γνωστό club της Αθήνας. Ήταν ταιριαστό όνομα. Η Ζιζέλ δεν άφηνε κανένα σε ησυχία και όταν το σπίτι δεν είχε κόσμο δεν άφηνε εμένα σε ησυχία.
Ξυπνούσε πρωί πρωί ( αν και έχω την υποψία οτι δεν κοιμόταν όλο το βράδυ) κι ανέβαινε μ’ ένα πήδο στο κρεβάτι μου. Αγνοούσε τον καταιγισμό από μπινελίκια που εκστόμιζα εναντίον της και δε σταματούσε να μου δαγκώνει τα πόδια μέχρι να φορέσω παπούτσια. Τουλάχιστον έτσι κατάφερνα να ξυπνάω πρωί, πράγμα που απεχθάνομαι και γενικότερα ακολουθούσα το πρόγραμμα της γάτας. Τρώγαμε από το ίδιο φαγητό, βλέπαμε μαζί τηλεόραση, ερχόταν στα πόδια μου όταν έγραφα στον υπολογιστή, ξάπλωνε πάνω στην κοιλιά μου όταν διάβαζα ξαπλωμένος στον καναπέ και όταν μ’ έπαιρνε ο ύπνος ερχόταν και κοιμόταν κρυφά μαζί μου. Γενικά είχε απόλυτη ελευθερία μέσα στο σπίτι και όλη μου την αγάπη.

Η αλήθεια είναι πως με τις γάτες δεν είχα ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις.
Παλιότερα είχα μια σχετική συζήτηση με το φίλο μου τον Ιάσονα. Ο Ιάσονας λατρεύει τις γάτες, εγώ πάλι προτιμώ τους σκύλους.
Γιατί δε σου αρέσουν οι γάτες, με είχε ρωτήσει. Δεν τις γουστάρω του είπα, είναι κουφάλες. Κάνεις λάθος, μου απάντησε. Οι γάτες είναι κουφάλες σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, σύμφωνα με τη γατίσια, είναι απλά γάτες. Μου φάνηκε πολύ σωστή η άποψή του. Συνηθίζουμε να κρίνουμε τους άλλους σύμφωνα με τη δική μας λογική, με τις δικές μας αξίες και αυτό είναι εκ προοιμίου πολύ εγωιστικό. Σκευτόμουν πολύ συχνά αυτή τη συζήτηση τον καιρό της συμβίωσής μου με τη γάτα. Η παρουσία της στο σπίτι ήταν μια καλή ευκαιρία να συμφιλιωθώ με την ιδέα. Άλλωστε είχα αρχίσει να το συνηθίζω.

Η Ζιζέλ όμως δεν έμεινε για πολύ μαζί μου. Είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να μπορεί να περάσει στο μπαλκόνι της διπλανής υπο ανέγερσιν οικοδομής. Ένα πρωί ψύπνησα φυσιολογικά. Όσο κι αν έψαξα δεν τη βρήκα. Το πιάτο της είχε φαγητό για την επόμενη εβδομάδα όμως παρέμεινε ανέγγιχτο. Συνέχισα να κοιτάζω στη γειτονιά μήπως τη βρώ, αν μπορούσα θα ρώταγα τις άλλες γάτες να μου πούν τι απέγινε, όμως δεν τη βρήκα ποτέ.

Λίγο καιρό μετά η Χριστίνα μου ανακοίνωσε πως ήθελε να μου γνωρίσει τον καινούριο της γκόμενο.
Δε συμφιλιώθηκα ποτέ με τις γάτες. Εξακολουθώ να εκτιμώ τους σκύλους. Σε μια γάτα ό,τι και να προσφέρεις δεν είναι αρκετό, στο σκύλο κι ένα ξερό κομάτι ψωμί να πετάξεις θα σε κοιτάξει στα μάτια.
Η αναγνώριση της προσφοράς δεν είναι σε καμία περίπτωση επιβεβλημένη, πόσο μάλλον όταν η προσφορά είναι ανιδιοτελής.
Σε κάθε περίπτωση όμως κάνει τη διαφορά.

Δημοσιεύτηκε αρχικά στο blog μου brazilastateofmind στις 24 Οκτ. 2008

Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Καλό Πάσχα

 












-Θέμη, τ’ αρνί δε θα φτάσει.
-Τι έπαθες κυρ’ Ηλία?
-Άστα τι έπαθα. Δε θα φτάσει τ’ αρνί. 



Μόλις είχαμε φτάσει στο σπίτι του πεθερού μου να βοηθήσουμε στις προετοιμασίες για την Κυριακή του Πάσχα και φαινόταν πολύ προβληματισμένος.

-Του είχα παραγγείλει εν’ αρνί και μου ‘φερε μικρό. Του ‘πα δεκάξι κιλά και μου ‘φερε δέκα.
-Εντάξει, πόσοι θα είμαστε?
-Δέκα-δώδεκα άτομα.
-Μια χαρά είναι. Δέκα κιλά, δηλαδή στη χειρότερη έξι κιλά κρέας καθαρό ψημένο χωρίς τα κόκαλα. Να μη το βάλουμε τριακόσια γραμμάρια στη μερίδα, με μισό κιλό στον καθένα πλούσια ταϊζει δώδεκα ανθρώπους.
-Δε θα φτάσει. Εγώ του ‘χα πει δεκάξι κιλά και μου το ‘φερε τελευταία στιγμή. Μου ‘ρθε να τον σκοτώσω. Τον έπιασα απ’ το γιακά μες το καφενείο, μας χωρίσανε. Του λεω τι είπες ρε κωλόπαιδο, μου λεει εντάξει, μην το παίρνεις. Κι εγώ τι θα έκανα τελευταία στιγμή, έριξα τα μούτρα μου και το πήρα.

Φυσικά δε τον πίστεψε κανένας. Είναι πολύ καλός άνθρωπος για να έρθει στα χέρια με οποιονδήποτε, για οποιοδήποτε λόγο. Στις εκφράσεις των παρευρισκομένων διέκρινα πως είχαν όλοι τους ακούσει την ιστορία αρκετές φορές. Ο πεθερός μου το συνηθίζει αυτό, να επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα. Δεν έχει σημασία αν το έχεις ξανακούσει, δεν έχει σημασία αν το έχουν ακούσει όλοι, σημασία έχει να το πει. Ξανά. Τι μονόλογος, τι συναίσθημα, τι απόδοση, τι παλμός. Θα μπορούσε να στέκεται στο κέντρο μιας ταινίας του Ιταλικού νεορεαλισμού, δίπλα στο Βιτόριο Γκάσμαν ή τον Τότο, δίπλα σε ιερά τέρατα της τέχνης. Αυτή η μικρή ταπεινή ιστορία με το αρνί που ζήτησε δεκαέξι κιλά και παρέλαβε μόλις δέκα. Και όλη εκείνη η ανησυχία για το αν θα φτάσει. Όμως αυτή είναι η κωμωδία, η τραγωδία ενός άλλου.

Την επόμενη μέρα πήγαμε στο σπίτι σχετικά νωρίς. Η ψησταριά ήταν ήδη αναμένη από τα χαράματα και έψηνε. Το αρνί κι ένα κοκορέτσι σχεδόν δύο μέτρα, με τέσσερις συκοταριές και έξι αντεριές, συν τα γλυκάδια. Φυσικά οι πρώτοι μεζέδες δεν άργησαν να βγούν. Φάγαμε το μισό κοκορέτσι, μια πιατέλα αυγά, τυριά, πίτα, ήπιαμε και σαράντα μπύρες ο καθένας καλαμπουρίζοντας και γελώντας δίπλα στη φωτιά. Μεζέ μεζέ, γουλιά γουλιά. 
 Όταν ήταν έτοιμο το αρνί η πεθερά μου επέμενε να στρώσει τραπέζι. Δεν είναι πρέπον βλέπετε το τραπέζι να μη στρωθεί. Καθίσαμε όλοι, ο καθένας μπροστά από ένα άδειο πιάτο και ζορίσαμε από ένα μεζέ αρνί στον τελευταίο λίγο κενό χώρο που είχε απομείνει στα στομάχια μας. Είχαμε όλοι χορτάσει από ώρα, έπρεπε όμως να φάμε και αρνί. Γιατί άμα δεν έχεις αρνί δεν έχεις γιορτή. Άμα δε φας αρνί δεν έχεις κάνει Πάσχα. Πως να το κάνουμε, αυτά τα πράγματα έτσι τα βρήκαμε.

Αφού σερβιρίστηκε και και το γλυκό, σιγά σιγά οι συνδαιτημόνες άρχισαν ένας ένας να φεύγουν. Όσοι απομείναμε από εκείνο το τραπέζι πιάσαμε ο καθένας από ένα κρεβάτι η ένα καναπέ, μιας και ήταν το μόνο που μπορούσαμε πια να κάνουμε. Σκεφτόμουν όλη εκείνη την εικόνα, όμως δεν είχα κουράγιο να γελάσω. Στο διπλανό σπίτι το γλέντι συνεχιζόταν. Ο γείτονας φτιάχνει δικό του τσίπουρο. Η συζήτηση στην παρέα τους είχε φουντώσει, στην αρχή νόμισα πως τσακώνονταν. Ανάμεσσα σε κάτι ακατάληπτα και ανερμάτιστα λόγια κάποιου που φώναζε όσο του επέτρεπε το λαρύγγι του, διέκρινα κάτι για τον Αριστοτέλη. Ξαφνιάστηκα. Συγκεντρώθηκα για να ξεχωρίσω τις λέξεις μέσα στην οχλαγωγία και ξαφνιάστηκα ακόμα πιο πολύ όταν η κουβέντα πήγε στο σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ, τον Αδόλφο Χίτλερ και το Μελιγαλά. Από το νεορεαλισμό και το Βιτόριο Γκάσμαν στο Λουίς Μπονιουέλ. Αισθάνθηκα σα να ζούσα το σκηνικό στον εξολοθρευτή άγγελο.

Τελικά έμεινε το αρνί, σχεδόν όλο. Μοιράστηκε σε τάπερ και θα το μνημονεύουμε όλη την επόμενη εβδομάδα, αυτό το ιερό σύμβολο του θριάμβου της ζωής επί του θανάτου, της άνοιξης και του προνομίου της κατανάλωσης.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Ecce promo

Τρέφω μια πηγαία απέχθεια προς τις διαφημιστικές εταιρείες. Η απέχθειά μου αυτή δεν προέρχεται τόσο από την πεποίθηση οτι οι διαφημιστικές πουλάνε πολύ ακριβό αέρα, διαμορφώνουν συνειδήσεις κατά το δοκούν ή δημιουργούν ανύπαρκτες ανάγκες όσο από την προσωπική μου εμπειρία. Έτυχε πριν κάποια χρόνια να εργαστώ σε μια. Ως σύγχρονος πολίτης του δυτικού μοντέλου παραγωγής χρειάστηκε μέχρι τώρα να αλλάξω διάφορα επαγγέλματα και εργοδότες. Η συγκεκριμένη δουλειά ήταν η χειρότερη που έχω κάνει στη ζωή μου.

Η εταιρία "Δημιουργικού σχεδιασμού και έντυπης επικοινωνίας" ασχολιόταν με την παραγωγή πάσης φύσεως εντύπων. Η δική μου "αρμοδιότητα" εκεί είχε να κάνει με τις διεκπεραιώσεις. Δηλαδή ήμουν η τελευταία τρύπα της φλογέρας. Μου είχαν παραχωρήσει ένα κινέζικο παπί πενηντάρι ερυθρού χρώματος που βάφτισα Μάο. Η εταιρία ήταν θυγατρική εκδοτικής εταιρίας περιοδικού τύπου, ιδιοκτησίας κάποιου πρώην αριστεριστή. Το όνομα ήταν πολύ ταιριαστό. Όμως πέρα από το όνομα, το συγκεκριμένο δίκυκλο ήταν στη χειρότερη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να βρεθεί οποιοδήποτε δίκυκλο. Ειρωνεία αν σκεφτεί κανείς πως η μητρική εταιρία ξεκίνησε εκδίδοντας περιοδικά μοτοσυκλέτας που στις σελίδες τους αναπτύσσεται όλη η δεοντολογία περί οδικής ασφάλειας. Δεν ξέρω αν σας έτυχε ποτέ να έχετε πρώην αριστεριστή εργοδότη. Εγώ στη σταδιοδρομία μου έπεσα πάνω σε δύο. Οι αριστεριστές της γενιάς του πολυτεχνείου ιστορικά ακολούθησαν δύο δρόμους. Αυτόν της οικολογίας ως μιας νέας μορφής αντικαπιταλιστικού αγώνα και αυτόν του καπιταλισμού, ως βασιλικότεροι των βασιλέων. Ο βασιλιάς όμως πέθανε και ζήτω ο βασιλιάς οπότε πάμε πάλι στο θέμα μας που είναι οι διαφημιστικές εταιρίες. Κάθε πρωί έπαιρνα το Μάο και αφού τελείωνα τις διάφορες διεκπεραιώσεις σε τράπεζες υπηρεσίες και εταιρίες ξεκινούσα τη "μεγάλη πορεία" μου προς τα τυπογραφεία της Αττικής. Κοροπί, Μαρκόπουλο, Γλυκά νερά, Νέα Λιόσια, Ζεφύρι, Μενίδι και Άγιο Στέφανο. Ο Μάο κροταλίζοντας αδιάκοπα και κραδαίνοντας τους κραδασμούς του, όργωνε εθνικές οδούς, λεωφόρους και στενά σε χαρτογραφημένες και αχαρτογράφητες περιοχές μεταφέροντας φακέλους, χρήματα, φίλμ, δείγματα αλλά και τελικά προϊόντα σε μεγάλα βαριά πακέτα θέτοντας σε κίνηση τη μηχανή της παραγωγής ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών.

Η δουλειά στην πραγματικότητα δεν ήταν πολλή. Η παντελής έλλειψη οργάνωσής της όμως την έκανε δυσθεώρητη. Η εταιρία διέθετε ένα διευθυντή, ένα διευθύνοντα σύμβουλο, δύο γραφίστες, μια υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων (πρώην τηλεφωνήτρια), μια λογίστρια, μια γραμματέα, έναν υπεύθυνο παραγωγής κι εμένα. Συνεπώς, μιας και ο υπεύθυνος παραγωγής ήταν επιφορτισμένος με το έργο της επίβλεψης όλη η ευθύνη για την υλοποίηση των προγραμματισμένων δραστηριοτήτων ήταν δική μου, με τον προγραμματισμό της οποίας δεν ασχολήθηκε ποτέ κανείς τους. Έτσι με απλά λόγια ήμουν αναγκασμένος να τρέχω από τη μία άκρη του λεκανοπεδίου στην άλλη και μετά να επαναλαμβάνω τις ίδιες διαδρομές επειδή πάντα κάποιος θυμόταν την τελευταία στιγμή τις προς διεκπεραίωση εργασίες. Φυσικά ωράριο δεν τηρήθηκε ποτέ μιας και όλα ήταν έκτακτα. Καθημερινά δηλαδή αναγκαζόμουν να "πεταχτώ" μέχρι το Κοροπί, να παραλάβω ένα μικρό έργο μερικών χαρτοκιβωτίων, να το φορτώσω στον Κινέζο και να το παραδώσω στη Γλυφάδα. Μετά επιστρέφοντας κάποιος θυμόταν πως έπρεπε να παραδώσει κάτι φιλμάκια στο τυπογραφείο που είχα επισκεφτεί πριν μια ώρα και έτσι ξανα"πεταγόμουν" ως το Κοροπί ανεξάρτητα από το αν έβρεχε, χιόνιζε ή με έψηνε ο ήλιος. Για την υπερωριακή απασχόλησή μου, μου δόθηκε μια αύξηση της τάξεως των τριάντα ευρώ μηνιαίως και ο μισθός μου εκτινάχτηκε από τα πεντακόσια εβδομήντα του βασικού στα εξακόσια. Εκτός των οικονομικών μου απολαβών ελάμβανα και τακτική ηθική αμοιβή δια της διαβεβαιώσεως ότι αν ήμουν καλό κι εργατικό παιδί θα είχα την ευκαιρία μελοντικά να ανέλθω και την κλίμακα της ιεραρχίας.

Βλέπετε οι φωστήρες του μάνατζμεντ έχουν θεοποιήσει τον τριτογενή τομέα, δηλαδή τις άϋλες υπηρεσίες όπως πχ τις δημόσιες σχέσεις και αγνοούν παντελώς το αξίωμα της οικονομικής θεωρίας που λέει πως οι υπηρεσίες αυτές προϋποθέτουν την παραγωγή υλικών αγαθών. Βαθιά μέσα τους αισθάνονται πως τα υλικά αγαθά που αυτοί καλούνται να διαχειριστούν παράγονται από μόνα τους, φυτρώνουν και θεωρούν πως μ' αυτά δε χρειάζεται ν' ασχοληθούν καθόλου. Η ελαχιστοποίηση δε του κόστους παραγωγής αφορά πάντοτε κατά ένα περίεργο τρόπο τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, ποτέ τους ασύμμετρα απειλητικούς μισθούς τους. Είναι οι ίδιοι που ως άλλοι θεοί όρισαν τέταρτο παραγωγικό συντελεστή την επιχειρηματικότητα, εξαιρώντας την από την απλή εργασία. Κάπως έτσι όμως οδηγούμαστε στις κρίσεις είτε αυτές είναι συνειδήσεως είτε οικονομικές.

Για τη δουλειά μου δεν παραπονέθηκα ποτέ. Το ποτήρι όμως ξεχείλισε όταν μοιράστηκε στο προσωπικό ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο καλούμασταν να απαντήσουμε υποχρεωτικά ποιά ήταν η άποψή μας για την εταιρία, σε ποιό βαθμό ήμασταν ευχαριστημένοι από την εργασία μας και να προτείνουμε ιδέες για την βελτίωση της παραγωγής. Κατά πρώτον η άποψη μου για την εργασία μου αποτελεί προσωπική άποψη την οποία εκφράζω είτε παραμένοντας σε αυτή είτε παραιτούμενος. Και αυτό αποτελεί θεμέλιο της ελεύθερης αγοράς. Κατά δεύτερο οι φωστήρες της διοίκησης που λάμβαναν μισθό πενταπλάσιο του δικού μου με καλούσαν τώρα να κάνω τη δική τους δουλειά. Να τους δώσω τις ιδέες και τους προβληματισμούς μου σχετικά με τις ελλείψεις και τις δυσλειτουργίες της επιχείρησης που διηύθυναν ενώ ταυτόχρονα κώφευαν στις καθημερινές διαμαρτυρίες και παρακλήσεις μου. Εγώ, η τελευταία τρύπα της φλογέρας. Όχι κύριοι, αυτή είναι δική σας δουλειά. Γι αυτό πληρώνεστε.

Μετά από έντεκα μήνες σκληρής εργασίας παραιτήθηκα. Δε με χάλασε καθόλου.
Η πορεία μου διασταυρώθηκε κι άλλες φορές με διαφημιστικές. Περιέργως σε κάθε περίπτωση αντιμετώπισα τη διάθεση "μας έχεις ανάγκη και δε σε έχουμε". Προσωπικά πιστεύω πως σε κάθε συνεργασία κάτι τέτοιο δεν μπορεί να υφίσταται. Κανείς δεν έχει ανάγκη κανέναν. Ο επαγγελματισμός μου δε μου επιτρέπει να μπω σε αυτή τη διαδικασία. Αν πρόκειται για συνεργασία. Όμως δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Όλα αυτά κάθε φορά μου θυμίζουν την καθαρίστρια στο "Νόημα της ζωής" των Monty python.
Ήλπιζα οι συμπεριφορές αυτού του είδους να αρχίσουν να αναθεωρούνται με την οικονομική κρίση.  Εις μάτην.

(Αναρτήθηκε αρχικά στο blog Brazilastateofmind στις 4 Δεκ. 2008)

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Οι μπότες.

Όποτε θυμάμαι αυτή την ιστορία μου έρχεται στο μυαλό ένα διήγημα του Τσέχωφ με δύο αριστερές μπότες.

Πάντοτε είχα πρόβλημα με τις μπότες μου πάνω στο μηχανάκι. Συνηθίζω να φοράω αρβύλες, κάθε είδους, από στρατιωτικές μέχρι σύγχρονες με συνθετικά υλικά, ανάλλογα την κατά καιρούς τσέπη μου, που κρατάνε το πόδι ζεστό, στεγνό και κυρίως δεμένο. Έχω υποφέρει πάνω από μια φορές την ταλαιπωρία της ρήξης συνδέσμου, ειδικά στον αριστερό αστράγαλο και εκτιμώ ιδιαιτέρως την ιδέα πως όταν τσακιστώ δε θα γυρνάω με γύψο χωρίς λόγο για καιρό και μετά δε θα μπορώ να περπατήσω για πολύ καιρό ακόμα. Οπότε το πόδι δεμένο. Αλλά και ζεστό και στεγνό. Κράτα τα πόδια σου ζεστά και το κεφάλι κρύο που λένε. Για πολλά χρόνια λοιπόν φορούσα αρβύλες. Σφιχτά δεμένες αρβύλες που κάνουν τη δουλειά, κοστίζουν λίγο και δε στεναχωριέσαι άμα σκιστούν, κοπούν ή λιώσουν.

Μέχρι που τις είδα. Ένα ζευγάρι Sidi, αδιάβροχες, στρητάδικες, δερμάτινες. Χωρίς πολλά κόκαλα, κάκαλα και χρώματα. Ακριβώς όπως τις ήθελα, μαυρες κι άραχνες. Ήταν ακριβές, αλλά εκείνη την εποχή δούλευα σε μια εκδοτική περιοδικών μοτοσυκλέτας που διαφήμιζε το μαγαζί που τις πουλούσε,  οπότε έβαλα ένα συνάδελφο που είχε 30% έπτωση να πάρει προσφορά. Έδωσα 150 ευρώ την εποχή των ολυμπιακών αγώνων και τις πήρα. Ήταν δικές μου. Δε χρειαζόμουν τίποτ' άλλο, ούτε αδιάβροχο. Μόνο μπουφάν, γάντια και τις μπότες.

Δε μπορούσες να περπατήσεις μ' εκείνες τις μπότες. Έμοιαζα με λοχία του κόκκινου στρατού που παρελαύνει το βάδισμα της πάπιας στην κόκκινη πλατεία όταν το επιχειρούσα σε κανένα βενζινάδικο μέχρι την τουαλέτα, αλλά πάνω στο μηχανάκι δεν υπήρχε καλύτερο πράγμα. Και στις βροχές και στα κρύα. Έκανα πολλά ταξίδια μ' εκείνες τις μπότες κι αν και δε το συνηθίζω με τα πράγματά μου, αυτές τις διατηρούσα αγρατσούνιστες. Τις πρόσεχα σα μωρό παιδί.

Ο Φιλοποίμην ήταν πολύ καλός φίλος. Κληρούχας απ' το ναυτικό κ' είχαμε κάνει μαζί σε δύσκολη υπηρεσία. Έμενε στο σπίτι μου, τον φιλοξένησα ενάμισι χρόνο. Κάναμε πολύ καλή παρέα. Τότε δεν παίζανε φράγκα. Ούτε τώρα παίζουν αλλά τότε δε μας έννοιαζε. Βράζαμε μια κατσαρόλα ρεβύθια και την τρώγαμε με ρέγγα καψαλισμένη μεζέ στο τσίπουρο απ' την κατάψυξη, ακούγοντας δεύτερο πρόγραμμα, προθέρμανση πριν βγούμε στην άγρια ακόμα νύχτα της Αθήνας για ξευτιλίκια. Είχαμε κάνει μαζί πολλά ξευτιλίκια. Είχα τότε το CBR, θεός 'σχωρές το κι εκείνος ένα παπί Κινέζικο. Μετά έφυγε, βρήκε δουλειά στη Θεσσαλονίκη όπως την ήθελε. Μιλάγαμε στο τηλέφωνο τακτικά. Είχε αρχίσει να ψάχνει για μηχανάκι. Του 'χα πει για πλάκα να πάρει ένα GS 650 "Τσίπρας replica", που ήταν τότε στη μόδα, να ψαρώνει τις θείες τις αναρχοαυτόνομες του Βορά που του άρεσαν. Τελικά το πήρε κι ένα Σεπτέμβρη έσκασε στη Βικτώρια με το πεμφέ να μας δει όλους τους φίλους. Έκατσε δυό μέρες, στο σπίτι φυσικά.

Ο καιρός φόρτωνε. Ο Φιλ δεν είχε ποτέ πριν μεγάλο μηχανάκι. Κατέβηκε μ' ένα ζευγάρι αθλητικά και μ' αυτά ετοιμαζόταν να φύγει. Του λέω ρε μαναμ' που πας? Ο καιρός φορτώνει. Μέχρι το κάστρο θα χεις ψοφήσει. Θα σε γυρεύουμε στον Πλαταμώνα την άνοιξη. Πάρε τις μπότες να πας στη δουλειά σου. Πάρε τα παπούτσια μου, μου είπε. Τα δοκίμασα, δε μου έκαναν, δε τα πήρα. Δε θυμάμαι αν του είπα να τις κρατήσει, μπορεί και να του το είπα.

Ο καιρός πέρασε. Κάτι χαθήκαμε, κάτι ζοριλίκια τράβηξα όταν πήγα στην Αμερική, νομίζω του ριξα και κάτι γαμοσταυρίδια απ' το τηλέφωνο σε μια σούρα, όταν μου 'πε να κάνω "Κουράγιο". Άντε γαμήσου ρε Φιλ, γι αυτό ειν' οι φίλοι? Για να μας λένε "Κάνε κουράγιο"? Οι φίλοι είναι για να μας λένε "Ίσα μωρή παρθένα". Τέλος πάντων, χίλιες φορές του ζήτησα συγνώμη αλλά δε μου ξαναμίλησε.

Και οι μπότες?
Τις κράτησε τις μπότες.
Του τις ζήτησα. Τις ήθελα εκείνες τις μπότες. Ήταν ότι είχε απομείνει από την παλιά μου ζωή. Κι ας μην είχα μηχανάκι. Τις ήθελα να μου θυμίζουν ότι θα ξαναπάρω μηχανάκι. Δε μου τις έδωσε ποτέ.

Έχασα το φίλο, έχασα και τις μπότες. Και το αστείο είναι ότι δεν ξέρω τι με πειράζει πιο πολύ. Κι αν είναι για την παλιά μου ζωή, αυτή θα την ξαναφτιάξω. Πολλά μου θυμίζουν την παλιά μου ζωή και δε μπορώ να τ' αγγίξω. Τέτοιες μπότες όμως δεν ξαναφτιάχνονται. Όσο για τους φίλους, αυτή είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία.

Κι όταν ξαναφτιάξω μηχανάκι δε θα πάρω μπότες. Σα τη Λωξάντρα που δε ξαναπήρε γάτο Αγκύρας όμορφο, μα ένα χτικιάρη κοψομεσασμένο, "με μούρη σα Γκαλότσα", που τον έβριζε ολονυχτίς κι ολημερίς και τονε καταριόταν. Κάτι ήξερε κ' η Λωξάντρα. Αρβύλες θα φοράω. Αυτές που κάνουν τη δουλειά, κοστίζουν λίγο και δε στεναχωριέσαι άμα σκιστούν, κοπούν ή λιώσουν.

ΛΑΘΡΑ ΒΙΩΣΑΣ.

Είμαι στη νότια Ουαλία πριν από κάτι αιώνες και ψάχνω μεσημέρι να βρω να φαω. Παλιά στο Τέξας εννοείται, είναι όλα κλειστά. Με τα πολλά βρίσκω κεμπαπτσίδικο στη μέση του πουθενά και σκάω πυροτεχνήματα. Μπαίνω μέσα και βλέπω πάγκο με μεμέτια να τυλίγουνε. Λεω μάγκα μου εδώ είμαστε. Από που είσαστε παιδιά? Turkey μου λέει ο μεμές, ψηλός χοντρός με μούσι, σα το Ρώσο απ' το street fighter. Κάνε δύο αδερφέ του λέω κι αρχίζει ο μάγκας και γεμίζει. Κι αφού γεμίζει πιάνει μια κουτάλα και ρίχνει από πάνω μια κρέμα. Τι 'ναι τούτο μάστορα? Μαγιονέζα με σκόρδο. Μας γάμησες. Γιατί καλέ μου δε βάζεις γιαούρτι? Έχασε μισό μέτρο ο άνθρωπος. Δε το τρώνε εδώ, μου λέει. Γιατί, ξέρουνε να φάνε εδώ?, του λέω. Σκάει ένα χαμόγελο ο Τούρκος και γίναμ' αδέρφια σου λέω, αλλά καπάκι του κόπηκε. Και γυρνάω και τι να δω? Κάτι σκινάδες Ουαλοί στο παραπέρα τραπέζι που τους έμεινε η μπουκια στο στόμα σα τους Παοκτζήδες στο μπουγατσατζήδικο που είπε ο Αθηναίος τη μπουγάτσα τυρόπιτα. Πήρα τα τυλιχτά μου κι εξαφανίστηκα. Ούτε θυμάμαι σε ποιό πάρκινγκ τα κατάπια.