Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Ι/Φ 1

Το 2007 ήρθε το χαρτί μου από τη στρατολογία και ήταν οριστικό, είχα πάρει όσες αναβολές μπορούσα να πάρω. Παρουσιάστηκα στην πύλη του Σκαραμαγκά στις 15 Μαϊου, λίγο πριν το μεσημέρι. Λίγη ώρα αργότερα ένα λεωφορείο μας πήγε στο Παλάσκα. Δώσαμε τις ταυτότητές μας, πήραμε αριθμούς, περάσαμε από τους γιατρούς, στηθήκαμε στη σειρά να πάρουμε ρούχα, μέχρι αργά το βράδυ ήμασταν απασχολημένοι. Την επόμενη μέρα μας φόρτωσαν στην “Ευκαιρία” κι αρχίσαμε να πλέουμε σιγά σιγά πρός τον Πόρο.

Στην πραγματικότητα δε λεγόταν “Ευκαιρία”, ήταν το ΠΜΠ Πανδώρα, ένα πλοίο μεταφοράς προσωπικού της δεκαετίας του '70. Έκανε το δρομολόγιο από τον Πειραιά στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας κάθε πρωί, εκτός από αργίες, στις 6 30 και γύριζε το μεσημέρι. Τέσσερις φορές το χρόνο έπαιρνε τους νεοσύλλεκτους από το ναύσταθμο του Σκαραμαγκά και τους πήγαινε στο κέντρο εκπαίδευσης του Πόρου. Έκανε μόνο ένα δρομολόγιο τις καθημερινές, οπότε αν ήθελες να πας στο ναύσταθμο το πρωί από τον Πειραιά είχες μόνο μια ευκαιρία, την “Ευκαιρία”. Όλοι στο ναυτικό την ήξεραν έτσι. Νομίζω πως οι περισσότεροι αγνοούσαν και το πραγματικό της όνομα. Αν ρωτούσες κάποιον “τι ώρα φεύγει το Πανδώρα”, σε κοιτούσε με μεγάλη απορία. Ο πόρος δεν ήταν μακριά, με πέντε κόμβους οικονομική ταχύτητα όμως το ταξίδι κράτησε αρκετές ώρες. Πάντού έβλεπες άσπρες στολές και στοίβες με μπλέ σκούρους σάκους οπουδήποτε δεν μπορούσε να καθίσει ή να σταθεί άνθρωπος. Δεν έμαθα ποτέ τη χωρητικότητα του πλοίου, τελικά όμως στο κέντρο βρεθήκαμε 1800 ναύτες περίπου αν θυμάμαι καλά.

Όταν βλέπεις για πρώτη φορά 1800 ανθρώπους σε παράταξη, ντυμένους με τα ίδια ρούχα, σου φαίνονται όλοι ίδιοι. Αυτή είναι η σκοπιμότητα της στολής άλλωστε και της παράταξης επίσης. Συνεχίζεις να έχεις την ίδια εντύπωση όσο είσαι απασχολημένος με κάποια δραστηριότητα, όμως όταν συνηθίσεις το πρόγραμμα αρχίζεις να διαχειρίζεσαι τον όποιο προσωπικό χρόνο έχεις στη διάθεσή σου και αντιλαμβάνεσαι πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι μοναδικός ο τρόπος που οι άνθρωποι συναγελάζονται. Πολύ γρήγορα και με τρόπο μαγικό, παρόλη την επιβαλλόμενη ομοιομορφία, οι φλώροι συναντούν τους φλώρους, οι ρουφιάνοι τους ρουφιάνους, οι γκέι τους γκέι, οι πρεζάκηδες τους πρεζάκηδες, οι γηπεδικοί τους γηπεδικούς, τα καλά παιδιά τα καλά παιδιά και κάθε καρυδιάς καρύδι συναντά τα όμοιά του. Εγώ δεν αισθανόμουν πως ήθελα να ανήκω σε κάποια παρέα ή κάποια κατηγορία, ούτε είχα πολλή διάθεση για κοινωνικές συναναστροφές, οπότε έκανα παρέα με όλους. Το πρόβλημά μου ήταν άλλο, βαριόμουν. Βαριόμουν πολύ. Από την πρώτη στιγμή πάσχιζα να βρω να κάνω κάτι ενδιαφέρον. Είχα βαβαίως συναίσθηση του που βρισκόμουν και γνώριζα πως αυτό δε θα ήταν καθόλου εύκολο. Για κάποιο λόγο όμως αισθανόμουν πως στο τέλος κάτι θα έβρισκα.

Από την πρώτη μέρα είχα δει δεμένες στο ντόκο μια σειρά από σωστικές λέμβους δεκαεξάκοπες. Αμέσως παρατήρησα πως μια από αυτές είχε κατάρτι. Μου φάνηκε περίεργο που κάποιος αποφάσισε να τοποθετήσει κατάρτι σε τέτοια βάρκα, εντελώς ακατάλληλη από τη σχεδίασή της για πανί, όμως από την άλλη σκέφτηκα, γιατί όχι? Πήγα πιο κοντά με την πρώτη ευκαιρία για να πάρω μια καλύτερη ιδέα. Το κατάρτι ήταν ένα παλιό κυπαρισόξυλο, λείο και γυαλιστερό, σκασμένο από τα χρόνια την αλμύρα και τον ήλιο. Ήταν βαλμένο αρκετά μπροστά σε σχέση με τα σκάφη που γνώριζα μέχρι τότε, είχε και μια μάτσα μακριά που έφτανε μέχρι τη λαγουδέρα του. Η εξάρτυση ήταν από συρματόσχοινο και έδειχνε πως ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση. Τις επόμενες μέρες όποιον κι αν ρώτησα δεν είχα ιδέα σε τι χρησίμευε ή ποιός ήταν υπεύθυνος γι αυτό. Μέρος της εκπαίδευσης ήταν η κωπηλασία και πολύ γρήγορα βρέθηκα μέσα σε μια από εκείνες τις σωστικές λέμβους. Όμως το μικρό ιστιοφόρο παρέμενε πάντα δεμένο εκεί.

Τρεις μέρες αργότερα στην πρωινή αναφορά μας ζήτησαν να παρουσιαστούμε όσοι ξέραμε ιστιοπλοϊα. Αφού εμφανίστηκαν πάνω από σαράντα άτομα η κλήση ανασκευάστηκε και ζήτησαν να μείνουν όσοι είχαν συμμετοχές σε διεθνείς αγώνες. Αυτό ήταν λοιπόν, το μυστήριο του μικρού ιστιοφόρου θα λυνόταν. Όλοι πήγαν στις δουλειές τους και μείναμε δέκα άτομα περίπου, μας είπαν να πάμε να περιμένουμε στο ντόκο. Οι κωπηλάτες μπήκαν στις λέμβους και ξεκίνησαν, εμείς περιμέναμε. Κάναμε τσιγάρο, πιάσαμε κουβέντα, αρκετή ώρα αργότερα κάποιος πήγε κι έφερε καφέδες και περιμέναμε. Έφτασε το μεσημέρι, πήγαμε για φαγητό κι επιστρέψαμε στην αναμονή του ντόκου. Ήταν ήδη απόγευμα όταν εμφανίστηκε ένας νεαρός σημαιοφόρος. Συστηθήκαμε και μας έστειλε στο λεμβαρχείο να πάρουμε τα πανιά, μια μεγάλη μαϊστρα κι ένα μικρό φλόκο από βαρύ καραβόπανο. Ο φλόκος δεν ήταν και καμιά σπουδαία υπόθεση, τον δέσαμε στον πρότονο και βιράραμε με το μαντάρι που ήταν γατζωμένο στη βάση του. Η μαϊστρα όμως ήταν άλλη ιστορία. Κανείς μας, όσο κι αν προσπαθήσαμε, δε μπορούσε να καταλάβει πως θα τη δέσουμε στη μάτσα, πως θα πιανόταν στο κατάρτι ή πως θα τη σηκώναμε στη θέση της. Απ' όποια πλευρά κι αν την πιάναμε δε μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη.

Μετά από αρκετή ώρα είχαμε βρεθεί και πάλι να καθόμαστε στο τσιμέντο του ντόκου. Όλοι ο ένας δίπλα στον άλλο, είχαμε μείνει να κοιτάζουμε το μικρό σκαφάκι που λικνιζόταν απαλά στον ελαφρό κυματισμό σα να μας κορόιδευε. Όπως φαινόταν έκρυβε πολύ περισσότερα μυστικά απ' όσα αρχικά είχα φανταστεί. Μείναμε έτσι για ώρα κάτω από τον απογευματινό ήλιο, δε μιλούσε κανείς. Είχαμε εξαντήσει όλα τα πιθανά σενάρια και απλά το κοιτάζαμε καπνίζοντας, σα να περιμέναμε να έρθει η απάντηση στο γρίφο με τρόπο μαγικό, σαν επιφοίτηση ή κάτι τέτοιο. Και κάπως έτσι ήρθε.

Εξετάζοντας επίμονα το μικρό κατάρτι για πολλοστή φορά παρατήρησα κάτι περίεργο. Ήταν πολλά αυτά που παρατηρούσα και δε μπορούσα να εξηγήσω, όμως εκείνη η μικρή λεπτομέρεια έδειχνε πως ήταν το κλειδί αυτής της παράξενης κατασκευής. Η σκότα της μάτσας ήταν αφύσικα μακριά, κανείς δε το είχε προσέξει. Κανένας απ' όσους βρίσκονταν εκεί, με εξαίρεση το σημαιοφόρο κι εμένα, δεν είχε εμπειρία από σκάφη ανοικτής θάλασσας και η λέμβος παρά το μικρό της μέγεθος έμοιαζε να είναι αρματωμένη με κάποιο τρόπο και για κάποιο λόγο, πάνω σ' αυτά ακριβώς τα πρότυπα. Η σκότα σε καμιά περίπτωση δε χρειαζόταν να είναι πάνω από πέντε η έξι μέτρα, όμως ξεπερνούσε προφανώς κατά πολύ αυτό το μήκος σχηματίζοντας τυλιγμένη μια πολύ μεγάλη κουλούρα.

Πέταξα το τσιγάρο μου και πήδηξα μέσα. Άρχισα να εξετάζω προσεκτικά τη βάση της μάτσας και τα ράουλα που βρίσκονταν για κάποιο λόγο κάτω απ' αυτή. Τότε κατάλαβα ακριβώς τι συνέβαινε. Γύρισα προς το ντόκο.

- Σημαιοφόρε, η μάτσα δεν είναι μάτσα.
- Ορίστε?
- Η μάτσα λέω, δεν είναι μάτσα, είναι πίκι. Και το πανί δεν είναι τρίγωνο.
- Αλλά τι είναι?
- Είναι παράγωνο. Δένουμε την κορυφή του στο πίκι, το γραντί στα ράουλα από κάτω και το βιράρουμε όλο μαζί ν' ανέβει.
- Και η άκρη της μαίστρας?
- Ελεύθερη, με σκότα.
- Αποκλείεται. Αυτό που περιγράφεις είναι πρωτοπορειακή ιστιοπλοϊα.
- Καθόλου. Για την ακρίβεια είναι αρχαία. Το σκαφάκι μας είναι λατίνι.
- Δεν υπάρχει περίπτωση.
- Ανοίξτε το πανί πάνω στο ντόκο να το δούμε ολόκληρο κι αν είναι τρίγωνο εγώ θα πηδήξω στη θάλασσα.
Ο σημαιοφόρος με κοίταξε με δυσπιστία όμως τον είχα βάλει σε σκέψεις. Τα πανιά ήταν παραδίπλα διπλωμένα στο ντόκο.

- Για ανοίξτε το πανί να το δούμε.

Έτσι κι έγινε και το πανί δεν ήταν τρίγωνο. Πιάσαμε να δένουμε τα τσαματάλια πάνω σ' αυτό που μέχρι εκείνη την ώρα νομίζαμε μάτσα, δέσαμε και το γραντί στα ξύλινα ράουλα και το σηκώσαμε.

Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε από την κατεύθυνση του λεμβαρχείου ο “ναύκληρος” περπατόντας αργά με τα χέρια πίσω από την πλάτη του κι ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη. Κ' ήταν πραγματικός ναύκληρος. Μερικές φορές η ιδιότητά σου σε χαρακτηρίζει για μια ζωή και βρίσκεται πάνω απ' την ιεραρχία, πάνω κι απ' τ' όνομά σου μερικές φορές. Ήταν σημαιοφόρος κι ο ναύκληρος, όμως τα χρόνια του μαρτυρούσαν πως είχε τρίψει το βαθμό του μέχρι εκεί από τα πολύ χαμηλά στρώματα των τάξεων. Τον είχα δει τις προηγούμενες μέρες να συντονίζει την κωπηλατική προπαίδευση. Όλοι τον είχαμε δει, δεν περνούσε απαρατήρητος. Κοντός, σβέλτος και φωνακλάς. Στεκόταν στο ντόκο κι έδινε οδηγίες στις λέμβους. Του είχαν δώσει έναν ασύρματο για να μη φωνάζει αλλά δε τον είδα να τον χρησιμοποιεί ποτέ. Μετά του έδωσαν μια ντουντούκα, όμως εκείνος φώναζε πιο δυνατά απ' τη ντουντούκα και κάποια στιγμή τον θυμάμαι που την πέταξε στο τσιμέντο νευριασμένος. Του έφτανε μόνο να φωνάζει τα παραγγέλματα. Έτσι το 'χε μάθει, έτσι το 'κανε. Και το 'κανε καλά, μπορούσε να τον ακούει μια χαρά ολόκληρο το νησί. “Χαμηλά τα κουπιά. Χαμηλά τα κουπιά”.

Περπάτησε μέχρι που έφτασε σε απόσταση βολής και πολύ ευχαριστημένος μας απευθύνθηκε.

Βλέπω τα σηκώσατε. Μπράβο σας. Να δω τώρα πως θα στρίψετε. Το νου σας ε, δεν έχει καρίνα η βάρκα, οι προηγούμενοι το τουμπάρανε και τους μαζεύαμε απ' το νερό”.

Κι έτσι χωρίς να πει άλλη λέξη πήρε μεταβολή κι έφυγε με το ίδιο βήμα. Έμοιαζε να το διασκεδάζει όλο αυτό ο ναύκληρος. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή μεταξύ μας κι αμέσως μετά ο σημαιοφόρος μας άρχισε να δίνει παραγγέλματα. “Εσένα σε θέλω μπροστά για πρόκοπο. Φύγαμε.”. Πήρα τη θέση μου στην πλώρη κι όταν όλοι ήταν έτοιμοι άρχισα να παίρνω τον κάβο του ρεμέτζου αργά δυνατά και σταθερά. Το βαρκάκι πήρε απόσταση, λύσαμε και βιράραμε το πίκι. Φύσαγε ένα ελαφρό αεράκι στεριανό με λίγες ρέφλες. Σε κάθε ριπή του ανέμου τα κυπαρισόξυλα έτριζαν σα να ήθελαν να σπάσουν, όμως κρατούσαν καλά. Το πανί πήρε τον άνεμο, εμείς πήραμε τις θέσεις μας και το βαρκάκι πήρε δρόμο σε μια ωραία πλαγιοδρομία, κερδίζοντας ταχύτητα όμορφα και σταθερά. Γυρίσαμε πρίμα, ήρθαμε όρτσα να δούμε τις γωνίες του και ζυγίζαμε κάθε φορά τις θέσεις μας κρατώντας τη βάρκα όρθια στο νερό. Η έλειψη καρίνας δε μας βοηθούσε καθόλου, όμως παρόλο που ήμασταν αρκετοί καταφέρναμε να συντονιστούμε. Ο σημαιοφόρος ήταν καλός ιστιοπλόος, ήταν και στην ομάδα του ναυτικού. Τιμόνευε σταθερά τη λαγουδέρα χωρίς απότομα, διάβαζε τον αέρα κι έδινε τα παραγγέλματα ήρεμα και τακτικά. Όλα πήγαιναν ρολόι.

Πάμε να στίψουμε. Θα πάρουμε φόρα στην όρτσα και θα κάνουμε τακ. Πάρτε τις θέσεις σας.”.
Πήραμε όση φόρα μπορούσαμε, γυρίσαμε κόντρα στον άνεμο, ζυγίσαμε μαλακά τη βάρκα, όμως μόλις το πανί ξαναπήρε τον αέρα σταματήσαμε. Ξαναπήραμε φόρα, εκτελέσαμε όλη τη διαδικασία άψογα, όμως και πάλι όταν κάναμε το τακ το βαρκάκι σταμάτησε. Την τρίτη φορά ακούστηκε η φωνή του ναύκληρου από το ντόκο. Όλη εκείνη την ώρα μας παρακολουθύσε χωρίς να τον έχουμε δει. Δε φώναξε καθόλου, ακούστηκε σα το δάσκαλο που χαρίζει μια απάντηση στο μαθητή που έχει απαντήσει σωστά όλες τις προηγούμενες.
Πιάστε με το γάτζο την άκρη του φλόκου και κρατήστε τη κόντρα στον άνεμο. Με το πανί θα στρίψετε, όχι με το τιμόνι.”
Έτσι είπε και χάθηκε για το μέρος που κανείς δε τον έβρισκε αν δεν ήθελε ο ίδιος να βρεθεί.

Έτσι και κάναμε. Έτσι κι έγινε. Το βαρκάκι ήταν όντως εντελώς ακατάλληλο για κατάρτι και πανί. Όμως ποιό σκαρί τελικά είναι κατάλληλο? Κι αν εμείς ήμαστε συνηθισμένοι να τα έχουμε όλα βολικά, πως οι πρόγονοί μας κουμαντάριζαν τα ξύλινα σκάφη τους που δε τους βόλευαν καθόλου και ήταν πολλές φορές πολύ τροποποιημένα. Σκέφτηκα πως όλη εκείνη η τέχνη και η μαεστρία πήγαζε ακριβώς από εκεί. Κι αυτό το βαρκάκι το τόσο “ακατάλληλο” ήταν τελικά το πιο κατάλληλο να μας δείξει τη ναυτική μας κληρονομιά. Σκέφτηκα τους μπουρλοτιέρηδες και τους κοντραμπαντιέρους που έσπαγαν το ναυτικό αποκλεισμό στη Γαλλία του Ναπολέοντα. Σκέφτηκα τις σκούνες τους με τις τεράστιες ιστιοφορίες να ξεφεύγουν απ' τις Αγγλικές φρεγάτες. Οι Άγγλοι για να μπορέσουν να τις κουμαντάρουν κόνταιναν τα κατάρτια τους αν τύχαινε να πιάσουν ποτέ κανένα τέτοιο πλεούμενο. Αυτοί ήταν οι Έλληνες ναυτικοί. Κι αν δεν έτυχαν ποτέ να χαρούν την αίγλη της υπεροπλίας, τα κατάφερναν μια χαρά και με τα λίγα και μικρά. Κι εμείς καλά τα καταφέραμε. Συνεχίσαμε τις πλεύσεις μας όλη την υπόλοιπη μέρα και όλες τις επόμενες. Μας είχαν απαλλάξει όλους από οποιαδήποτε άλλη εργασία. Η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη, ποιός άλλωστε ήθελε να κάνει αγγαρείες στα μαγειρία ή πεζικά στον ήλιο όταν μπορούσε να κάνει ιστιοπλοϊα. Και τι ιστιοπλοϊα? Με τα όλα της. Κι αν τύχαινε τελικά να βρεθούμε στο νερό, ποιός νοιαζόταν? Θα είχαμε άλλη μια ιστορία να λέμε.

Συνεχίζαμε κάθε μέρα με τον ίδιο ενθουσιασμό. Είχαμε συνηθίσει το σκαφάκι και είχαμε ωραίο ρυθμό. Στη θάλασσα δεν καταφέραμε να πέσουμε, όμως κάποια στιγμή τα βρήκαμε σκούρα. Εκείνη τη μέρα οι ριπές του ανέμου έρχονταν πιο βίαια. Σε μια στροφή το πανί κλείδωσε στον αέρα και το βαρκάκι δεν άκουγε ούτε με το φλόκο ούτε με το τιμόνι για να στρίψει. Πηγαίναμε αργά αλλά σταθερά προς τα βράχια. Περίπτωση να γίνει σοβαρή ζημιά ή να χτυπήσει κάποιος μάλλον δεν υπήρχε, όμως κανείς δεν ήθελε να φτάσουμε μέχρι εκεί για να το διαπιστώσει. Ένα μικρό φουσκωτό με δύο Οϋκάδες έκοβε βόλτες μαζί με τις άλλες λέμβους που κωπηλατούσαν πιο πέρα κι επέβλέπε για λόγους ασφαλείας. Ένας επικελευστής στο τιμόνι κι ένας σημαιοφόρος. Άκουσα μετά πολλές ιστορίες γι αυτόν από φίλους μου που τον είχαν εκπαιδευτή σε σχολεία της ΜΥΚ. Όλοι τον ήξεραν και όλοι τον θυμούνταν. Μια κοψιά με το ναύκληρο, με τη διφορά ότι δε τον άκουσα ποτέ να φωνάζει, σα να είχαν βγεί από το ίδιο καλούπι. Τώρα που το σκέφτομαι από το ίδιο καλούπι είχαν βγεί, απλά τότε δε μου είχε περάσει απ' το μυαλό. Έσπευσαν να μας βοηθήσουν. Μας πέταξαν ένα σχοινί κι άρχισαν να μας τραβούν μακριά από τα βράχια. Το φουσκωτό πλανάριζε και όλοι μαζί δεν κάναμε βήμα. Του είπα να περάσουν από πίσω μας και να μας σπρώξουν. Ο εκπαιδευτής με κοίταξε για μια στιγμή κι έκανε νόημα στον επικελευστή να κάνει ακριβώς αυτό. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πως δε διέκρινα την παραμικρή αμφιβολία στο βλέμα του. Άκουσε τι του είπα, του πήρε πολύ λίγο χρόνο να το συνειδητοποιήσει κι αφού κατάλαβε πως αυτό που του έλεγα είχε λογική το εφάρμοσε. Τι κι αν ήμουν προπαιδευόμενος, τι κι αν ήταν εκπαδευτής? Μας έσπρωξαν, μας έστριψαν κι αφού τους ευχαριστήσαμε συνεχίσαμε την πορεία μας.

Το μικρό βαρκάκι μας έπρεπε να βγεί μαζί με τις υπόλοιπες λέμβους μετά την τελετή ορκωμοσίας. Ήμασταν έτοιμοι, όμως εκείνο το περιστατικό με είχε προβληματίσει. Πριν την απογευματινή προπόνηση την ίδια μέρα έπιασα ιδιαίτέρως το σημαιοφόρο μας.

- Σημαιοφόρε, δεν κάνουμε το πανί τρίγωνο να 'χουμε το κεφάλι μας ήσυχο?
- Πως θα το κάνουμε αυτό?
- Θα κατεβάσουμε το πίκι, θα το κάνουμε μάτσα, θα περάσουμε τα ράουλα από πάνω του, θα γυρίσουμε το πανί ανάποδα και ότι περισεύει θα το δέσουμε μαζί με το γραντί. Να μπορούμε να στρίβουμε δηλαδή.
- Ωραία ιδέα, αλλά δε γίνεται. Θα μας κράξουνε.
- Ποιός θα το καταλάβει?
Με κοίταξε και χαμογέλασε.
- Κατ' αρχήν ο ναύκληρος.
Τον είχα ξεχάσει το ναύκληρο.
- Στο ναυτικό δεν αλλάζεις τα πράγματα, τα κάνεις όπως τα βρίσκεις. Θα το μάθεις κι αυτό με τον καιρό.

Αυτό δεν ξέρω αν το έμαθα, με τον καιρό ή χωρίς αυτόν, αυτό που έμαθα είναι ότι δε θέλω να σταματήσω ποτέ να μαθαίνω. Και πως εκεί που περιμένω να μάθω τα πιο λίγα τελικά μαθαίνω τα πιο πολλά. Δεν ξέρω τι κάνουν, ο σημαιοφόρος, ο ναύκληρος ή ο εκπαιδευτής των Οϋκάδων. Οι δύο τελευταίοι ίσως να πρόλαβαν να πάρουν σύνταξη. Ο πρώτος ίσως να βρίσκεται σε κάποιο υποβρύχιο και να σκέφτεται πανιά ή σεντόνια. Καλή τους ώρα όπου κι αν βρίσκονται. Εγώ θέλω να τους ευχαριστήσω. Πιο πολύ όμως θέλω να ευχαριστήσω εκείνον που θέλησε να βάλει κατάρτι σε δεκαεξάκοπη σωστική λέμβο. Και το κατάφερε με τα μέσα που διέθετε. Γιατί αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα από τη θητεία μου στο πολεμικό ναυτικό.