Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Θάλαμος διαστολής

Το Γιάννη τον γνώριζα από την πλατεία. Ο πατέρας του είχε το εστιατόριο κάτω από το διαμέρισμα που νοίκιαζα. Ο Γιάννης ήταν πολύ δραστήριο παιδί, ακόμα είναι. Πρώην αλεξιπτωτιστής, έκανε ορειβασία, ανέβαινε στον Όλυμπο χειμώνα και κοιμόταν το βράδυ μέσα σε χιονότρυπες. Αργότερα ανέβηκε το Κιλιμάντζαρο, μέχρι και το Έβερεστ την κορυφή του κόσμου. Είχε μεγάλη αγάπη για τα βουνά. Εγώ πάλι έχω μεγάλη αγάπη για τις θάλασσες. Όμως είχαμε και κάτι κοινό, την αγάπη για τις μοτοσυκλέτες.


Ο Γιάννης είχε τότε ένα DR650 για τις εκδρομές του στα βουνά και τις μετακινήσεις του στην πόλη. Έτρεχε και μότοκρος. Εκείνη την εποχή μόλις είχε πάρει ένα YZ250, ήταν σχεδόν καινούριο. Από την πρώτη ματιά έδειχνε στιβαρό και γρήγορο, ήταν πολύ ωραίο μηχανάκι. Πολλές φορές μου είχε πει να πάω μαζί του στην προπόνηση, να έχει κι αυτός παρέα να κάνω κι εγώ την εκδρομή μου. Κάποια στιγμή λοιπόν μετά από αρκετό καιρό καταφέραμε να συντονιστούμε.

Ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί μιας καθημερινής. Φορτώσαμε το μηχανάκι σ' ένα παλιό διαλυμένο βανάκι Τoyota που είχε για να μεταφέρει τις προμήθειες στο μαγαζί, το δέσαμε καλά με ιμάντες, βολέψαμε μπιτόνια με βενζίνες και λάδια, κράνη μπότες και θώρακες, κλείσαμε την πόρτα όπως μπορούσαμε και φύγαμε. Κάτι λιγότερο από δύο ώρες αργότερα βρισκόμασταν λίγο έξω από τη Χαλκίδα σε μια πίστα εντελώς έρημη. Ξεφορτώσαμε τα πράγματα, ο Γιάννης ντύθηκε, τον βοήθησα να αναμείξουμε το λάδι με τη βενζίνη κι αφού ζεστάναμε λίγο το μοτέρ μπήκε στην πίστα. Μου είχε ζητήσει να του κρατάω τους χρόνους. “Θα μετράς μισή ώρα και θα μου κάνεις νόημα”.

Το μηχανάκι πετούσε στα χέρια του. Το μοτέρ στρόφαρε περίφημα, στις ευθείες κατάπινε τα σαμάρια, στις στροφές έμοιαζε με χελιδόνι που το κυνηγούν γεράκια και στα άλματα πεταγόταν ψηλά στον ουρανό κι αφού στεκόταν για μια στιγμή εκεί σα να είχε σταματήσει το χρόνο, έριχνε τη μούρη προς το έδαφος και πατούσε γερά ξανά στο χώμα για να συνεχίσει την πορεία του σα να μην είχε σταματήσει ποτέ. Είχε μια αρμονία όλη αυτή η κίνηση, σαν ένας χορός αρχαίος που περιγράφει τον πόλεμο και την ειρήνη, την πάλη για την ίδια τη ζωή με όλα της τα συναισθήματα.

Είχα μείνει εκεί, κάτω από τη σκιά ενός μικρού δέντρου και χάζευα το θέαμα. Δύο μισάωρα αργότερα ο Γιάννης βγήκε να ξεκουραστεί.

-Παρ' το να το κάνεις μια βόλτα.
-Δεν έχω οδηγήσει ποτέ ξανά στο χώμα.
-Δεν είναι τίποτα, τόσα μηχανάκια είχες.
-Δεν είναι το ίδιο.
-Το ίδιο είναι. Απλά, να οδηγείς με 80 στο χώμα, είναι σα να πηγαίνεις με 200 στην άσφαλτο.
-Δε θέλω, τα φοβάμαι τα δίχρονα, δεν τα ξέρω.
-Είναι πολύ γραμμικό το μοτέρ του, δεν έχει καθόλου ξεσπάσματα. Θα δεις, θα σ' αρέσει.
-Μπα, άστο καλύτερα.

Ο Γιάννης έκανε άλλα δύο μισάωρα και βγήκε.

-Παρ' το βόλτα, θα χάσεις. Είναι πολύ ωραίο.
-Ρε συ Γιάννη φοβάμαι.
-Μη το φοβάσαι, είναι πολύ φιλικό. Δε χρειάζεται να πας τέρμα γκάζι, μια βόλτα χαλαρά να το δεις πως πάει. Να κοίτα, μπαίνεις με λίγο φρένο στη στροφή και βάζεις τη μπροστινή μέσα στο λούκι. Κολλάς το μηχανάκι στο μηρό, ρίχνεις το εσωτερικό πόδι χαλαρό κάτω και το πλαγιάζεις. Μόλις φτάσεις στην κορυφή δώσε γκάζι, μη το φοβηθείς, θα στρίψει μόνο του. Στα σαμάρια μην κλείσεις το γκάζι, χαλαρό το σώμα σου και άστο να χορεύει στις κορυφές. Ούτε να τ' ανοίξεις πολύ, θα χάσεις χρόνο. Όταν φτάσεις στο άλμα θα σου φανεί απότομο. Σημάδεψε καλά και δώστου γκάζι. Αποφασιστικά. Δώστου γκάζι και σηκώνεται μόνο του. Να θυμάσαι να έχεις το σώμα σου χαλαρό και ν' αφήνεις το μηχανάκι να κάνει όλη τη δουλειά.
-Καλά εντάξει.

Έκανα πρώτα μια σύντομη βόλτα στο διπλανό νταμάρι για να δω το μηχανάκι, τα φρένα, τις αναρτήσεις, τον κινητήρα. Μετά μπήκα στην πίστα. Να έχω το σώμα μου χαλαρό το ήξερα. Το είχα μάθει μετά από τόσα χρόνια. Είναι μια δύσκολη ολιστική διαδικασία, ένα παιχνίδι του μυαλού που μπροστά σ' αυτό που αντιλαμβάνεται κίνδυνο θέλει να σφίξει κάθε μέλος και κύτταρο. Όμως πρέπει να μένεις χαλαρός, να εμπιστεύεσαι τα αντανακλαστικά σου και να λειτουργείς αρμονικά με το μηχάνημα που χειρίζεσαι.

Στην πρώτη στροφή έκανα ακριβώς αυτό που μου είπε. Προς μεγάλη μου έκπληξη το μηχανάκι ανταποκρίθηκε τόσο καλά που δεν το περίμενα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατάλαβα γιατί χρησιμοποιούν θηριώδεις αναρτήσεις σε τόσο ελαφρές μοτοσυκλέτες. Αισθάνθηκα τις δυνάμεις που είχε να διαχειριστεί το σύνολο πλαισίου και αναρτήσεων και όλα μου φάνηκαν πολύ λογικά. Λίγες στροφές αργότερα οι ενέργειές μου πραγματοποιούνταν διαδεχόμενες μια την άλλη, σε μια πολύ ομαλή αλληλουχία χωρίς σκέψη και χωρίς ενδοιασμούς. Φρένο, λούκι, χώσιμο, κρεμασμένο πόδι, γκάζι. Είχα αρχίσει να το συνηθίζω. Στα σαμάρια με λίγη παραπάνω δυσκολία συνέβαινε περίπου το ίδιο. Όταν έφτασα στο πρώτο μεγάλο άλμα αντίκρισα μπροστά μου ένα τοίχο. Έκανα εικόνα στο μυαλό μου τη συνέχεια και φαντάστηκα να σκάω στο εμπόδιο και να με βγάζουν από τα σίδερα με λοστούς. “Θα μας χωρίσουνε στην καλίμπρα”.

Παρ' όλο το δέος ακολούθησα τη συμβουλή του Γιάννη και χούφτωσα γερά τη γκαζιέρα. Ο μπροστινός τροχός χτύπησε με δύναμη τον τοίχο, η ανάρτηση βυθίστηκε γλυκά και με τρόπο που δεν κατάλαβα το μηχανάκι βρέθηκε στον αέρα. Ψηλά. Πολύ ψηλά. Τόσο ψηλά που δε θα μπορούσα να το έχω φανταστεί. Σ' εκείνο το σταμάτημα του χρόνου που παρατηρούσα νωρίτερα κοίταξα κάτω και ήμουν σίγουρος πως αν πηδούσα από τέτοιο ύψος θα συνέβαιναν πράγματα που δεν ήθελα να φανταστώ. “Πως κατεβαίνουμε από 'δω πάνω?”. Με τρόπο μαγικό, το μηχανάκι έριξε τα μούτρα του και αφήνοντας πίσω του το άλμα πάτησε γρήγορα στο χώμα σα να κατέβηκε απλά ένα σκαλοπάτι. Και τώρα γκάζι, πολύ γκάζι. Η συνδυασμένη δύναμη από δεκάδες αλυσοπρίωνα που έκοβαν ασταμάτητα το φλοιό της γης. 

Το διασκέδαζα πραγματικά, όμως δεν πέρασε πολύ ώρα όταν οι σωματικές μου δυνάμεις άρχισαν σιγά σιγά να μ' εγκαταλείπουν. Δεν το κατάλαβα καθόλου, ήμουν τόσο συγκεντρωμένος. Το τέλος έφτασε μετά από μια ευθεία όταν μπήκα στα σαμάρια. Φαίνεται πως τα χέρια μου δεν είχαν καθόλου δύναμη κι έτσι μετά το δεύτερο ή τρίτο σκάσιμο σε μια κορυφή άνοιξα το γκάζι πολύ περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Το μηχανάκι αποφάσισε πως είχε μαζί μου πια βαρεθεί και μ' ένα χαρακτηριστικό ήχο από την εξάτμιση συνέχισε μόνο την πορεία του. Έπεσε βέβαια λίγα μέτρα παραπέρα κι εγώ αμέσως μόλις κατάφερα να σηκωθώ όρθιος αισθάνθηκα ένα βαρύ μούδιασμα στον αριστερό μου αστράγαλο. 

Ο Γιάννης ήρθε να με βοηθήσει. Με πήγε πάλι κάτω από το δέντρο κι αφού έριξε μια ματιά στο μηχανάκι, συνέχισε την προπόνησή του. Δεν ήθελα να του πω τίποτα, το πόδι μου είχε αρχίσει να πρήζεται και πονούσε έντονα. Περίμενα να τελειώσει, όμως δεν κατάφερα να τον βοηθήσω στο φόρτωμα. Γυρίσαμε στην Αθήνα κι εγώ πήγα μ' ένα ταξί μέχρι τον Ευαγγελισμό. Μερική ρήξη συνδέσμου και γύψος.

Την επόμενη μέρα κατέβηκα με τις πατερίτσες και τον συνάντησα κάτω από το σπίτι μου. Έδειχνε στεναχωρημένος. Με ρώτησε αν ήμουν καλά και τον ρώτησα τι είχε.
Έλα να σου δείξω”.
Με πήγε λίγο πιο πέρα στην αποθήκη που είχε το μηχανάκι. Ο θάλαμος διαστολής είχε χτυπήσει σε μια πέτρα και είχε ένα βούλιαγμα που χωρούσε μέσα του μια ολόκληρη γροθιά. 

-Όταν πήρα το μηχανάκι δεν είχε ούτε γρατσουνιά. Ότι βλέπεις το έχουν κάνει φίλοι μου που τους το έδωσα να το κάνουν βόλτα.
-Εντάξει, μην ανησυχείς. Δε το είχα δει, αλλά δεν είχα κανένα σκοπό να κάνω τον ανήξερο, θα το φτιάξουμε. Άσε να βγάλω το γύψο και θα το τακτοποιήσω.

Μια 'βδομάδα αργότερα ο γύψος είχε φύγει. Όπως λέει κι ένα καλό βιβλίο, “Το ζεν ξεκινάει όταν σπάσει η βίδα μέσα στο κάρτερ”. Κι επειδή δεν είχα καμία όρεξη να το φιλοσοφήσω πολύ, αποφάσισα να παω στον κοντινότερο συνεργάτη της Yamaha να μάθω πόσο κόστιζε ένας τέτοιος θάλαμος διαστολής. Αν η τιμή ήταν λογική θα ξεμπέρδευα πολύ εύκολα. Αν όχι, ένας θεός ήξερε πως θα κατάφερνα να διορθώσω τη ζημιά που είχα προκαλέσει.
Πίσω από τον πάγκο στεκόταν ένας κυριούλης πενηντάρης, μετρίου αναστήματος, αδύνατος, ελαφρώς αξύριστος.

-Τι θα θέλατε?
-Θέλω να ρωτήσω πόσο κάνει ένας θάλαμος διαστολής για YZ250 του 2000.
-Τι εννοείς θάλαμος διαστολής?
-Θάλαμος διαστολής, πόσο κάνει?
-Η φούσκα?
-Ποια φούσκα?
-Εννοείς τη φούσκα?
-Δεν ξέρω αν εννοείτε φούσκα τη μεμβράνη του καρμπιρατέρ, έχω ακούσει κι αυτό να το λένε φούσκα. Εγώ θέλω το θάλαμο διαστολής, το πρώτο στάδιο της εξάτμισης του δίχρονου κινητήρα.

Διέκρινα μια παιδική απορία στο πρόσωπό του. Σκέφτηκα, “Άλλος ένας που πούλησε τα πρόβατα και έγινε έμπορος”. Έχω διασκεδάσει πολλές φορές ακούγοντας ιστορίες με τα παρατσούκλια που δίνουν πολλοί στα μηχανικά μέρη. Κάθε φορά όμως που βρίσκομαι ο ίδιος αντιμέτωπος με τέτοια περιστατικά εκνευρίζομαι. Υπάρχει μια γαμημένη διεθνής ορολογία καθιερωμένη, ακριβώς για να αποφεύγονται τέτοιες ασυνεννοησίες, αλλά κάποιοι επιμένουν να μιλάνε καλιαρντά. Ήθελα εκείνη την ώρα να του εξηγήσω όλο το μηχανισμό λειτουργίας του δίχρονου κινητήρα, την ιστορία της DKW και της MZ, του Walter Kaaden, την έλλειψη καυσίμων στη Γερμανία πριν το Β' παγκόσμιο πόλεμο, ακόμα και ολόκληρη τη θεωρία της κυματικής του ήχου στις εξατμίσεις. Να τον δέσω σε μια καρέκλα σα τον τύπο απ' το κουρδιστό πορτοκάλι και να του τα πω όλα αυτά, έτσι που να μην ξαναπεί τη λέξη φούσκα για την υπόλοιπη ζωή του. Όμως το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα έχανα τον καιρό μου.

Αφού μου ζήτησε να περιμένω λίγο, σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό.

-Έλα, έχω ένα πελάτη εδώ πέρα και μου ζητάει ένα θάλαμο διαστολής. Τη φούσκα θέλει?

Η έκφραση παιδικής απορίας που είχε νωρίτερα, σε μια στιγμή έγινε έκπληξη και γούρλωσε λίγο και τα μάτια. Έμεινε έτσι αρκετή ώρα, τόσο που κατάλαβα πως αυτός που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής αισθανόταν περίπου όπως κι εγώ και τον ξέχεζε κανονικά με τρόπο που δε τον άφηνε να ψελλίσει άχνα. Κάποια στιγμή χωρίς να πει τίποτα έτεινε το ακουστικό προς το μέρος μου. Το πήρα και το έβαλα στ' αυτί μου.

-Έλα παιδί μου. Πες σ' αυτό το βλάκα πως τέτοιους πελάτες σαν κι εσένα θέλουμε στην εταιρία. Για τι μηχανάκι θέλεις το θάλαμο?
-Για YZ 250 του 2000.
-Μάλιστα, δως τον μου πάλι.

Ήταν ο τεχνικός διευθυντής από τα κεντρικά. Αφού μίλησαν λίγο ακόμα έκλεισε το τηλέφωνο, άνοιξε ένα κατάλογο, μου είπε μια εξωφρενική τιμή και κάπως έτσι τελείωσε η άτυχη συνάντησή μας.

Για να πάρω καινούριο θάλαμο ούτε λόγος, με την τιμή που είχε στον κατάλογο αγόραζα μικρό δίκυκλο μεταχειρισμένο, σε μέτρια κατάσταση. Μια παραγγελία από το εξωτερικό θα έπαιρνε αρκετό χρόνο. Οι πιθανότητες να βρω μεταχειρισμένο ανταλλακτικό σε καλή κατάσταση για τόσο καινούριο μηχανάκι ήταν ελάχιστες. Οπότε το Ζεν φυγήν αδύνατον και πήρα το δρόμο για τις τρεις γέφυρες. Ο Περικλής είχε το συνεργείο του εκεί. Πολύ καλός μηχανικός και τορναδόρος, ασχολιόταν κυρίως με αναπαλαιώσεις κλασικών και η τριβή του με το αντικείμενο τον είχε κάνει πολύ επιδέξιο στην αυτοσχεδιαστική μηχανολογία και τις πατέντες. Αν υπήρχε τρόπος να βγάλω άκρη σύντομα, οικονομικά και καλά ήταν μέσω του Περικλή. Μόλις είδε το θάλαμο προβληματίστηκε. “Δεν έχω επισκευάσει ποτέ τέτοια ζημιά, δεν έχω ιδέα πως θα μπορούσα να το κάνω. Δεν πετάγεσαι μέχρι το Βασίλη εδώ δίπλα, αυτός ασχολείται με τις λαμαρίνες. Μπορεί να έχει υπόψη του κανένα τρόπο να το φτιάξει”. Ο Βασίλης δεν ήταν μηχανικός, το βαφείο του ήταν δύο δρόμους παραπέρα. Παλιός μάστορας, κόντευε τη σύνταξη. Ασχολιόταν κι αυτός με κλασικά και αναπαλαιώσεις και όποτε ο Περικλής βρισκόταν σε αδιέξοδο το Βασίλη έπαιρνε τηλέφωνο να του πει μια γνώμη.

Σ' ένα χώρο που δε θύμιζε με τίποτα βαφείο αλλά περισσότερο παλαιοπωλείο ή καλύτερα αποθήκη παλαιοπωλείου, ανάμεσα σε καλάθια από παλιά BMW, στοιβαγμένα μαντεμένια χιτώνια, αναρτήσεις και κεφαλές σε ράφια μέχρι το ταβάνι, εξατμίσεις κρεμασμένες στους τοίχους και πολλή σκόνη, καθόταν ο Βασίλης, μακάριος όπως πάντα και έπινε τον καφέ του. Μου έφτιαξε καφέ και κάθισα σε μια από 'κείνες τις ξύλινες καρέκλες του καφενείου με το ψαθί και τα κομμένα πόδια, που συνηθίζονταν κάποτε σε όλα τα συνεργεία. Αφού καπνίσαμε ένα τσιγάρο με ρώτησε.

-Τι σε φέρνει εδώ μάστορα?
-Έχω αυτό το θάλαμο, είναι χτυπημένος.
Έπιασε το θάλαμο στα χέρια του, τον εξέτασε καλά και με ρώτησε πάλι.

-Από σύγχρονο είναι, έτσι?
-Ναι, από Yamaha.

Αφού τον εξέτασε λίγο ακόμα, τράβηξε δύο τζούρες από το τσιγάρο του, τον ακούμπησε δίπλα μου και ανακοίνωσε την ετυμηγορία του.

Αυτό μάστορά μου δεν φτιάχνεται”.

Φυσικά η απογοήτευσή μου εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ μεγάλη. Προσπάθησα όμως να μη δείξω τίποτα. Το “Δεν φτιάχνεται” σε πολλές περιπτώσεις έχει πολλές ερμηνείες. Θα μπορούσε να είναι “Δεν ξέρω να το φτιάξω” κάτι που στην περίπτωση του Βασίλη δεν ίσχυε. Θα μπορούσε να είναι “Δε συμφέρει να φτιαχτεί” κάτι που επίσης δεν ίσχυε λόγο της τιμής που είχε να το πάρω καινούριο. Πιο συχνά όμως σημαίνει, “Δε με συμφέρει να το φτιάξω”, γιατί η δουλειά και η τεχνογνωσία που απαιτούνται είναι τέτοιες που η αμοιβή μου δε θα φτάσει να τις καλύψει.

Το ζήτημα δεν είναι ακριβώς μικροοικονομικής φύσεως. Υπήρχε μια εποχή, όχι πολύ μακρινή, που όλα τα πράγματα ήταν επισκευάσιμα, ο Βασίλης την είχε προλάβει. Τότε δεν υπήρχαν πολλά ανταλλακτικά και σε πολλές περιπτώσεις δεν υπήρχαν καθόλου. Και αυτό δεν αφορούσε μόνο τις μοτοσυκλέτες αλλά όλη τη βιομηχανία. Σιγά σιγά τα εργοστάσια κατάλαβαν πως έβγαζαν περισσότερα χρήματα πουλώντας ανταλλακτικά παρά τα ίδια τα προϊόντα τους και κάπως έτσι φτάσαμε στα ξυραφάκια μιας χρήσης κι από 'κει στο “Light bulb conspiracy”, με προϊόντα προγραμματισμένα να εμφανίζουν βλάβες, ακόμα και εικονικές. Σήμερα τίποτα σχεδόν δεν είναι επισκευάσιμο, όλα έχουν μια σύντομη ημερομηνία λήξης και οι μάστορες έχουν γίνει διαγνώστες και διαχειριστές υλικών. Μιας απίστευτης σπατάλης υλικών που δημιουργεί βουνά στις χωματερές, παχυσαρκία στα σώματα των “ανεπτυγμένων” ανθρώπων και υποσιτισμό στους “αναπτυσσόμενους”. Από μικρό παιδάκι αισθανόμουν πολύ ειρωνικούς αυτούς τους όρους. Και το χειρότερο, έχει χαθεί η δημιουργικότητα, το μεράκι.

Ήμουν βουτηγμένος μέχρι το λαιμό στο Ζεν. Το πρόβλημά μου βέβαια τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν ήταν η πηγή του κακού, αλλά ο θάλαμος του Γιάννη που ήθελε φτιάξιμο. Θυμήθηκα κάτι που έλεγε ο Γκουρτζίεφ σχετικά με την επικοινωνία. Στο δυτικό κόσμο οι άνθρωποι έχουν την τάση, μόλις συναντούν κάποιον να του λένε αμέσως τι θέλουν. Αυτό στην ανατολή είναι απαράδεκτο. Όταν συναντάς τον άλλο άνθρωπο κι αφού τον χαιρετίσεις, κάθεσαι μαζί του. Ξεκινάς μια συζήτηση για κάτι άσχετο, ας πούμε για τον καιρό και σιγά σιγά φέρνεις το θέμα σου εκεί που θέλεις. Μπορεί να μοιάζει με χάσιμο χρόνου, όμως η ίδια η επικοινωνία είναι πιο ουσιαστική και πιο ανθρώπινη, μιας και ο άλλος άνθρωπος δεν ενσαρκώνει αυτό που θέλεις απ' αυτόν αλλά παραμένει άνθρωπος, από τον οποίο παρεμπιπτόντως κάτι θέλεις.

Μιας και ήμουν ήδη εκεί και έπινα τον καφέ μου λοιπόν, γύρισα τη συζήτηση σε ζητήματα γενικής μηχανολογικής φύσεως. Ο Βασίλης γρήγορα άρχισε να αναπολεί και να μου περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο συνήθιζαν να επισκευάζουν τις τσακισμένες σιδερένιες σωλήνες του νερού. Μου εξήγησε πως κάποτε τα υλικά ήταν πολύ ακριβά και γι αυτό το λόγο η φιλοσοφία ήταν να μην πετιέται τίποτα. Πολύ γρήγορα φτάσαμε στις μοτοσυκλέτες κι από 'κει στην ιστορία εξέλιξής τους και φυσικά στους θαλάμους διαστολής.

-Βασίλη αυτό πως θα μπορούσε να φτιαχτεί? Κάποτε τα φτιάχνανε, έτσι δεν είναι?
-Τέτοια βουλιάγματα τα φτιάχναμε με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ν' ανοίξεις μια τρύπα στην απέναντι πλευρά και βάζοντας μέσα μια ράβδο να χτυπήσεις το βούλιαγμα από μέσα προς τα έξω. Αν είναι μεγάλη η έκτασή του, μπορεί να χρειαστεί ν' ανοίξεις και δεύτερη και τρίτη τρύπα, γιατί η ράβδος δε μπορεί να δουλέψει σε μεγάλη γωνία. Αν το βούλιαγμα έχει τσακίσματα, όπως το δικό σου, πρέπει να κοπεί και να κολληθεί κομμάτι με την ίδια καμπυλότητα.
-Ε, δε μου το φτιάχνεις? Εγώ θα το κάνω χάλια.

Γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένος. Την είχε πατήσει. Τόσο απλά το “Δε γίνεται” είχε γκρεμιστεί μέσα σε μια στιγμή σα χάρτινος πύργος. Μου χαμογέλασε κι αφού άφησε το φλυτζάνι με τον καφέ, άναψε τσιγάρο.

-Θα στο φτιάξω, αλλά θα το βάψεις μόνος σου. Και θα σου κοστίσει πενήντα ευρώ. Θα φάω δυό μέρες να το φτιάξω.
-Τα 'χεις.

Το επόμενο απόγευμα με πήρε ο Περικλής να μου πει πως ήταν έτοιμο. Ένα σπρέι φωτιάς μαύρο μου κόστισε κάτι λιγότερο από δέκα ευρώ και μέσα σε δυο μέρες ο θάλαμος του Γιάννη ήταν σαν καινούριος. Δεν οδήγησα ποτέ από τότε στο χώμα, δεν έτυχε. Για να είμαι ειλικρινής ούτε κι εγώ το επιδίωξα. Προτιμώ τη συγκίνηση του στιγμιαίου κρύου ιδρώτα της ασφάλτου και τα χωράφια που ξέρω από τα ποτάμια καυτού ιδρώτα του motocross. Όμως εκείνο το δίχρονο θα το θυμάμαι.