Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Ι/Φ 1

Το 2007 ήρθε το χαρτί μου από τη στρατολογία και ήταν οριστικό, είχα πάρει όσες αναβολές μπορούσα να πάρω. Παρουσιάστηκα στην πύλη του Σκαραμαγκά στις 15 Μαϊου, λίγο πριν το μεσημέρι. Λίγη ώρα αργότερα ένα λεωφορείο μας πήγε στο Παλάσκα. Δώσαμε τις ταυτότητές μας, πήραμε αριθμούς, περάσαμε από τους γιατρούς, στηθήκαμε στη σειρά να πάρουμε ρούχα, μέχρι αργά το βράδυ ήμασταν απασχολημένοι. Την επόμενη μέρα μας φόρτωσαν στην “Ευκαιρία” κι αρχίσαμε να πλέουμε σιγά σιγά πρός τον Πόρο.

Στην πραγματικότητα δε λεγόταν “Ευκαιρία”, ήταν το ΠΜΠ Πανδώρα, ένα πλοίο μεταφοράς προσωπικού της δεκαετίας του '70. Έκανε το δρομολόγιο από τον Πειραιά στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας κάθε πρωί, εκτός από αργίες, στις 6 30 και γύριζε το μεσημέρι. Τέσσερις φορές το χρόνο έπαιρνε τους νεοσύλλεκτους από το ναύσταθμο του Σκαραμαγκά και τους πήγαινε στο κέντρο εκπαίδευσης του Πόρου. Έκανε μόνο ένα δρομολόγιο τις καθημερινές, οπότε αν ήθελες να πας στο ναύσταθμο το πρωί από τον Πειραιά είχες μόνο μια ευκαιρία, την “Ευκαιρία”. Όλοι στο ναυτικό την ήξεραν έτσι. Νομίζω πως οι περισσότεροι αγνοούσαν και το πραγματικό της όνομα. Αν ρωτούσες κάποιον “τι ώρα φεύγει το Πανδώρα”, σε κοιτούσε με μεγάλη απορία. Ο πόρος δεν ήταν μακριά, με πέντε κόμβους οικονομική ταχύτητα όμως το ταξίδι κράτησε αρκετές ώρες. Πάντού έβλεπες άσπρες στολές και στοίβες με μπλέ σκούρους σάκους οπουδήποτε δεν μπορούσε να καθίσει ή να σταθεί άνθρωπος. Δεν έμαθα ποτέ τη χωρητικότητα του πλοίου, τελικά όμως στο κέντρο βρεθήκαμε 1800 ναύτες περίπου αν θυμάμαι καλά.

Όταν βλέπεις για πρώτη φορά 1800 ανθρώπους σε παράταξη, ντυμένους με τα ίδια ρούχα, σου φαίνονται όλοι ίδιοι. Αυτή είναι η σκοπιμότητα της στολής άλλωστε και της παράταξης επίσης. Συνεχίζεις να έχεις την ίδια εντύπωση όσο είσαι απασχολημένος με κάποια δραστηριότητα, όμως όταν συνηθίσεις το πρόγραμμα αρχίζεις να διαχειρίζεσαι τον όποιο προσωπικό χρόνο έχεις στη διάθεσή σου και αντιλαμβάνεσαι πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι μοναδικός ο τρόπος που οι άνθρωποι συναγελάζονται. Πολύ γρήγορα και με τρόπο μαγικό, παρόλη την επιβαλλόμενη ομοιομορφία, οι φλώροι συναντούν τους φλώρους, οι ρουφιάνοι τους ρουφιάνους, οι γκέι τους γκέι, οι πρεζάκηδες τους πρεζάκηδες, οι γηπεδικοί τους γηπεδικούς, τα καλά παιδιά τα καλά παιδιά και κάθε καρυδιάς καρύδι συναντά τα όμοιά του. Εγώ δεν αισθανόμουν πως ήθελα να ανήκω σε κάποια παρέα ή κάποια κατηγορία, ούτε είχα πολλή διάθεση για κοινωνικές συναναστροφές, οπότε έκανα παρέα με όλους. Το πρόβλημά μου ήταν άλλο, βαριόμουν. Βαριόμουν πολύ. Από την πρώτη στιγμή πάσχιζα να βρω να κάνω κάτι ενδιαφέρον. Είχα βαβαίως συναίσθηση του που βρισκόμουν και γνώριζα πως αυτό δε θα ήταν καθόλου εύκολο. Για κάποιο λόγο όμως αισθανόμουν πως στο τέλος κάτι θα έβρισκα.

Από την πρώτη μέρα είχα δει δεμένες στο ντόκο μια σειρά από σωστικές λέμβους δεκαεξάκοπες. Αμέσως παρατήρησα πως μια από αυτές είχε κατάρτι. Μου φάνηκε περίεργο που κάποιος αποφάσισε να τοποθετήσει κατάρτι σε τέτοια βάρκα, εντελώς ακατάλληλη από τη σχεδίασή της για πανί, όμως από την άλλη σκέφτηκα, γιατί όχι? Πήγα πιο κοντά με την πρώτη ευκαιρία για να πάρω μια καλύτερη ιδέα. Το κατάρτι ήταν ένα παλιό κυπαρισόξυλο, λείο και γυαλιστερό, σκασμένο από τα χρόνια την αλμύρα και τον ήλιο. Ήταν βαλμένο αρκετά μπροστά σε σχέση με τα σκάφη που γνώριζα μέχρι τότε, είχε και μια μάτσα μακριά που έφτανε μέχρι τη λαγουδέρα του. Η εξάρτυση ήταν από συρματόσχοινο και έδειχνε πως ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση. Τις επόμενες μέρες όποιον κι αν ρώτησα δεν είχα ιδέα σε τι χρησίμευε ή ποιός ήταν υπεύθυνος γι αυτό. Μέρος της εκπαίδευσης ήταν η κωπηλασία και πολύ γρήγορα βρέθηκα μέσα σε μια από εκείνες τις σωστικές λέμβους. Όμως το μικρό ιστιοφόρο παρέμενε πάντα δεμένο εκεί.

Τρεις μέρες αργότερα στην πρωινή αναφορά μας ζήτησαν να παρουσιαστούμε όσοι ξέραμε ιστιοπλοϊα. Αφού εμφανίστηκαν πάνω από σαράντα άτομα η κλήση ανασκευάστηκε και ζήτησαν να μείνουν όσοι είχαν συμμετοχές σε διεθνείς αγώνες. Αυτό ήταν λοιπόν, το μυστήριο του μικρού ιστιοφόρου θα λυνόταν. Όλοι πήγαν στις δουλειές τους και μείναμε δέκα άτομα περίπου, μας είπαν να πάμε να περιμένουμε στο ντόκο. Οι κωπηλάτες μπήκαν στις λέμβους και ξεκίνησαν, εμείς περιμέναμε. Κάναμε τσιγάρο, πιάσαμε κουβέντα, αρκετή ώρα αργότερα κάποιος πήγε κι έφερε καφέδες και περιμέναμε. Έφτασε το μεσημέρι, πήγαμε για φαγητό κι επιστρέψαμε στην αναμονή του ντόκου. Ήταν ήδη απόγευμα όταν εμφανίστηκε ένας νεαρός σημαιοφόρος. Συστηθήκαμε και μας έστειλε στο λεμβαρχείο να πάρουμε τα πανιά, μια μεγάλη μαϊστρα κι ένα μικρό φλόκο από βαρύ καραβόπανο. Ο φλόκος δεν ήταν και καμιά σπουδαία υπόθεση, τον δέσαμε στον πρότονο και βιράραμε με το μαντάρι που ήταν γατζωμένο στη βάση του. Η μαϊστρα όμως ήταν άλλη ιστορία. Κανείς μας, όσο κι αν προσπαθήσαμε, δε μπορούσε να καταλάβει πως θα τη δέσουμε στη μάτσα, πως θα πιανόταν στο κατάρτι ή πως θα τη σηκώναμε στη θέση της. Απ' όποια πλευρά κι αν την πιάναμε δε μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη.

Μετά από αρκετή ώρα είχαμε βρεθεί και πάλι να καθόμαστε στο τσιμέντο του ντόκου. Όλοι ο ένας δίπλα στον άλλο, είχαμε μείνει να κοιτάζουμε το μικρό σκαφάκι που λικνιζόταν απαλά στον ελαφρό κυματισμό σα να μας κορόιδευε. Όπως φαινόταν έκρυβε πολύ περισσότερα μυστικά απ' όσα αρχικά είχα φανταστεί. Μείναμε έτσι για ώρα κάτω από τον απογευματινό ήλιο, δε μιλούσε κανείς. Είχαμε εξαντήσει όλα τα πιθανά σενάρια και απλά το κοιτάζαμε καπνίζοντας, σα να περιμέναμε να έρθει η απάντηση στο γρίφο με τρόπο μαγικό, σαν επιφοίτηση ή κάτι τέτοιο. Και κάπως έτσι ήρθε.

Εξετάζοντας επίμονα το μικρό κατάρτι για πολλοστή φορά παρατήρησα κάτι περίεργο. Ήταν πολλά αυτά που παρατηρούσα και δε μπορούσα να εξηγήσω, όμως εκείνη η μικρή λεπτομέρεια έδειχνε πως ήταν το κλειδί αυτής της παράξενης κατασκευής. Η σκότα της μάτσας ήταν αφύσικα μακριά, κανείς δε το είχε προσέξει. Κανένας απ' όσους βρίσκονταν εκεί, με εξαίρεση το σημαιοφόρο κι εμένα, δεν είχε εμπειρία από σκάφη ανοικτής θάλασσας και η λέμβος παρά το μικρό της μέγεθος έμοιαζε να είναι αρματωμένη με κάποιο τρόπο και για κάποιο λόγο, πάνω σ' αυτά ακριβώς τα πρότυπα. Η σκότα σε καμιά περίπτωση δε χρειαζόταν να είναι πάνω από πέντε η έξι μέτρα, όμως ξεπερνούσε προφανώς κατά πολύ αυτό το μήκος σχηματίζοντας τυλιγμένη μια πολύ μεγάλη κουλούρα.

Πέταξα το τσιγάρο μου και πήδηξα μέσα. Άρχισα να εξετάζω προσεκτικά τη βάση της μάτσας και τα ράουλα που βρίσκονταν για κάποιο λόγο κάτω απ' αυτή. Τότε κατάλαβα ακριβώς τι συνέβαινε. Γύρισα προς το ντόκο.

- Σημαιοφόρε, η μάτσα δεν είναι μάτσα.
- Ορίστε?
- Η μάτσα λέω, δεν είναι μάτσα, είναι πίκι. Και το πανί δεν είναι τρίγωνο.
- Αλλά τι είναι?
- Είναι παράγωνο. Δένουμε την κορυφή του στο πίκι, το γραντί στα ράουλα από κάτω και το βιράρουμε όλο μαζί ν' ανέβει.
- Και η άκρη της μαίστρας?
- Ελεύθερη, με σκότα.
- Αποκλείεται. Αυτό που περιγράφεις είναι πρωτοπορειακή ιστιοπλοϊα.
- Καθόλου. Για την ακρίβεια είναι αρχαία. Το σκαφάκι μας είναι λατίνι.
- Δεν υπάρχει περίπτωση.
- Ανοίξτε το πανί πάνω στο ντόκο να το δούμε ολόκληρο κι αν είναι τρίγωνο εγώ θα πηδήξω στη θάλασσα.
Ο σημαιοφόρος με κοίταξε με δυσπιστία όμως τον είχα βάλει σε σκέψεις. Τα πανιά ήταν παραδίπλα διπλωμένα στο ντόκο.

- Για ανοίξτε το πανί να το δούμε.

Έτσι κι έγινε και το πανί δεν ήταν τρίγωνο. Πιάσαμε να δένουμε τα τσαματάλια πάνω σ' αυτό που μέχρι εκείνη την ώρα νομίζαμε μάτσα, δέσαμε και το γραντί στα ξύλινα ράουλα και το σηκώσαμε.

Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε από την κατεύθυνση του λεμβαρχείου ο “ναύκληρος” περπατόντας αργά με τα χέρια πίσω από την πλάτη του κι ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη. Κ' ήταν πραγματικός ναύκληρος. Μερικές φορές η ιδιότητά σου σε χαρακτηρίζει για μια ζωή και βρίσκεται πάνω απ' την ιεραρχία, πάνω κι απ' τ' όνομά σου μερικές φορές. Ήταν σημαιοφόρος κι ο ναύκληρος, όμως τα χρόνια του μαρτυρούσαν πως είχε τρίψει το βαθμό του μέχρι εκεί από τα πολύ χαμηλά στρώματα των τάξεων. Τον είχα δει τις προηγούμενες μέρες να συντονίζει την κωπηλατική προπαίδευση. Όλοι τον είχαμε δει, δεν περνούσε απαρατήρητος. Κοντός, σβέλτος και φωνακλάς. Στεκόταν στο ντόκο κι έδινε οδηγίες στις λέμβους. Του είχαν δώσει έναν ασύρματο για να μη φωνάζει αλλά δε τον είδα να τον χρησιμοποιεί ποτέ. Μετά του έδωσαν μια ντουντούκα, όμως εκείνος φώναζε πιο δυνατά απ' τη ντουντούκα και κάποια στιγμή τον θυμάμαι που την πέταξε στο τσιμέντο νευριασμένος. Του έφτανε μόνο να φωνάζει τα παραγγέλματα. Έτσι το 'χε μάθει, έτσι το 'κανε. Και το 'κανε καλά, μπορούσε να τον ακούει μια χαρά ολόκληρο το νησί. “Χαμηλά τα κουπιά. Χαμηλά τα κουπιά”.

Περπάτησε μέχρι που έφτασε σε απόσταση βολής και πολύ ευχαριστημένος μας απευθύνθηκε.

Βλέπω τα σηκώσατε. Μπράβο σας. Να δω τώρα πως θα στρίψετε. Το νου σας ε, δεν έχει καρίνα η βάρκα, οι προηγούμενοι το τουμπάρανε και τους μαζεύαμε απ' το νερό”.

Κι έτσι χωρίς να πει άλλη λέξη πήρε μεταβολή κι έφυγε με το ίδιο βήμα. Έμοιαζε να το διασκεδάζει όλο αυτό ο ναύκληρος. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή μεταξύ μας κι αμέσως μετά ο σημαιοφόρος μας άρχισε να δίνει παραγγέλματα. “Εσένα σε θέλω μπροστά για πρόκοπο. Φύγαμε.”. Πήρα τη θέση μου στην πλώρη κι όταν όλοι ήταν έτοιμοι άρχισα να παίρνω τον κάβο του ρεμέτζου αργά δυνατά και σταθερά. Το βαρκάκι πήρε απόσταση, λύσαμε και βιράραμε το πίκι. Φύσαγε ένα ελαφρό αεράκι στεριανό με λίγες ρέφλες. Σε κάθε ριπή του ανέμου τα κυπαρισόξυλα έτριζαν σα να ήθελαν να σπάσουν, όμως κρατούσαν καλά. Το πανί πήρε τον άνεμο, εμείς πήραμε τις θέσεις μας και το βαρκάκι πήρε δρόμο σε μια ωραία πλαγιοδρομία, κερδίζοντας ταχύτητα όμορφα και σταθερά. Γυρίσαμε πρίμα, ήρθαμε όρτσα να δούμε τις γωνίες του και ζυγίζαμε κάθε φορά τις θέσεις μας κρατώντας τη βάρκα όρθια στο νερό. Η έλειψη καρίνας δε μας βοηθούσε καθόλου, όμως παρόλο που ήμασταν αρκετοί καταφέρναμε να συντονιστούμε. Ο σημαιοφόρος ήταν καλός ιστιοπλόος, ήταν και στην ομάδα του ναυτικού. Τιμόνευε σταθερά τη λαγουδέρα χωρίς απότομα, διάβαζε τον αέρα κι έδινε τα παραγγέλματα ήρεμα και τακτικά. Όλα πήγαιναν ρολόι.

Πάμε να στίψουμε. Θα πάρουμε φόρα στην όρτσα και θα κάνουμε τακ. Πάρτε τις θέσεις σας.”.
Πήραμε όση φόρα μπορούσαμε, γυρίσαμε κόντρα στον άνεμο, ζυγίσαμε μαλακά τη βάρκα, όμως μόλις το πανί ξαναπήρε τον αέρα σταματήσαμε. Ξαναπήραμε φόρα, εκτελέσαμε όλη τη διαδικασία άψογα, όμως και πάλι όταν κάναμε το τακ το βαρκάκι σταμάτησε. Την τρίτη φορά ακούστηκε η φωνή του ναύκληρου από το ντόκο. Όλη εκείνη την ώρα μας παρακολουθύσε χωρίς να τον έχουμε δει. Δε φώναξε καθόλου, ακούστηκε σα το δάσκαλο που χαρίζει μια απάντηση στο μαθητή που έχει απαντήσει σωστά όλες τις προηγούμενες.
Πιάστε με το γάτζο την άκρη του φλόκου και κρατήστε τη κόντρα στον άνεμο. Με το πανί θα στρίψετε, όχι με το τιμόνι.”
Έτσι είπε και χάθηκε για το μέρος που κανείς δε τον έβρισκε αν δεν ήθελε ο ίδιος να βρεθεί.

Έτσι και κάναμε. Έτσι κι έγινε. Το βαρκάκι ήταν όντως εντελώς ακατάλληλο για κατάρτι και πανί. Όμως ποιό σκαρί τελικά είναι κατάλληλο? Κι αν εμείς ήμαστε συνηθισμένοι να τα έχουμε όλα βολικά, πως οι πρόγονοί μας κουμαντάριζαν τα ξύλινα σκάφη τους που δε τους βόλευαν καθόλου και ήταν πολλές φορές πολύ τροποποιημένα. Σκέφτηκα πως όλη εκείνη η τέχνη και η μαεστρία πήγαζε ακριβώς από εκεί. Κι αυτό το βαρκάκι το τόσο “ακατάλληλο” ήταν τελικά το πιο κατάλληλο να μας δείξει τη ναυτική μας κληρονομιά. Σκέφτηκα τους μπουρλοτιέρηδες και τους κοντραμπαντιέρους που έσπαγαν το ναυτικό αποκλεισμό στη Γαλλία του Ναπολέοντα. Σκέφτηκα τις σκούνες τους με τις τεράστιες ιστιοφορίες να ξεφεύγουν απ' τις Αγγλικές φρεγάτες. Οι Άγγλοι για να μπορέσουν να τις κουμαντάρουν κόνταιναν τα κατάρτια τους αν τύχαινε να πιάσουν ποτέ κανένα τέτοιο πλεούμενο. Αυτοί ήταν οι Έλληνες ναυτικοί. Κι αν δεν έτυχαν ποτέ να χαρούν την αίγλη της υπεροπλίας, τα κατάφερναν μια χαρά και με τα λίγα και μικρά. Κι εμείς καλά τα καταφέραμε. Συνεχίσαμε τις πλεύσεις μας όλη την υπόλοιπη μέρα και όλες τις επόμενες. Μας είχαν απαλλάξει όλους από οποιαδήποτε άλλη εργασία. Η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη, ποιός άλλωστε ήθελε να κάνει αγγαρείες στα μαγειρία ή πεζικά στον ήλιο όταν μπορούσε να κάνει ιστιοπλοϊα. Και τι ιστιοπλοϊα? Με τα όλα της. Κι αν τύχαινε τελικά να βρεθούμε στο νερό, ποιός νοιαζόταν? Θα είχαμε άλλη μια ιστορία να λέμε.

Συνεχίζαμε κάθε μέρα με τον ίδιο ενθουσιασμό. Είχαμε συνηθίσει το σκαφάκι και είχαμε ωραίο ρυθμό. Στη θάλασσα δεν καταφέραμε να πέσουμε, όμως κάποια στιγμή τα βρήκαμε σκούρα. Εκείνη τη μέρα οι ριπές του ανέμου έρχονταν πιο βίαια. Σε μια στροφή το πανί κλείδωσε στον αέρα και το βαρκάκι δεν άκουγε ούτε με το φλόκο ούτε με το τιμόνι για να στρίψει. Πηγαίναμε αργά αλλά σταθερά προς τα βράχια. Περίπτωση να γίνει σοβαρή ζημιά ή να χτυπήσει κάποιος μάλλον δεν υπήρχε, όμως κανείς δεν ήθελε να φτάσουμε μέχρι εκεί για να το διαπιστώσει. Ένα μικρό φουσκωτό με δύο Οϋκάδες έκοβε βόλτες μαζί με τις άλλες λέμβους που κωπηλατούσαν πιο πέρα κι επέβλέπε για λόγους ασφαλείας. Ένας επικελευστής στο τιμόνι κι ένας σημαιοφόρος. Άκουσα μετά πολλές ιστορίες γι αυτόν από φίλους μου που τον είχαν εκπαιδευτή σε σχολεία της ΜΥΚ. Όλοι τον ήξεραν και όλοι τον θυμούνταν. Μια κοψιά με το ναύκληρο, με τη διφορά ότι δε τον άκουσα ποτέ να φωνάζει, σα να είχαν βγεί από το ίδιο καλούπι. Τώρα που το σκέφτομαι από το ίδιο καλούπι είχαν βγεί, απλά τότε δε μου είχε περάσει απ' το μυαλό. Έσπευσαν να μας βοηθήσουν. Μας πέταξαν ένα σχοινί κι άρχισαν να μας τραβούν μακριά από τα βράχια. Το φουσκωτό πλανάριζε και όλοι μαζί δεν κάναμε βήμα. Του είπα να περάσουν από πίσω μας και να μας σπρώξουν. Ο εκπαιδευτής με κοίταξε για μια στιγμή κι έκανε νόημα στον επικελευστή να κάνει ακριβώς αυτό. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πως δε διέκρινα την παραμικρή αμφιβολία στο βλέμα του. Άκουσε τι του είπα, του πήρε πολύ λίγο χρόνο να το συνειδητοποιήσει κι αφού κατάλαβε πως αυτό που του έλεγα είχε λογική το εφάρμοσε. Τι κι αν ήμουν προπαιδευόμενος, τι κι αν ήταν εκπαδευτής? Μας έσπρωξαν, μας έστριψαν κι αφού τους ευχαριστήσαμε συνεχίσαμε την πορεία μας.

Το μικρό βαρκάκι μας έπρεπε να βγεί μαζί με τις υπόλοιπες λέμβους μετά την τελετή ορκωμοσίας. Ήμασταν έτοιμοι, όμως εκείνο το περιστατικό με είχε προβληματίσει. Πριν την απογευματινή προπόνηση την ίδια μέρα έπιασα ιδιαίτέρως το σημαιοφόρο μας.

- Σημαιοφόρε, δεν κάνουμε το πανί τρίγωνο να 'χουμε το κεφάλι μας ήσυχο?
- Πως θα το κάνουμε αυτό?
- Θα κατεβάσουμε το πίκι, θα το κάνουμε μάτσα, θα περάσουμε τα ράουλα από πάνω του, θα γυρίσουμε το πανί ανάποδα και ότι περισεύει θα το δέσουμε μαζί με το γραντί. Να μπορούμε να στρίβουμε δηλαδή.
- Ωραία ιδέα, αλλά δε γίνεται. Θα μας κράξουνε.
- Ποιός θα το καταλάβει?
Με κοίταξε και χαμογέλασε.
- Κατ' αρχήν ο ναύκληρος.
Τον είχα ξεχάσει το ναύκληρο.
- Στο ναυτικό δεν αλλάζεις τα πράγματα, τα κάνεις όπως τα βρίσκεις. Θα το μάθεις κι αυτό με τον καιρό.

Αυτό δεν ξέρω αν το έμαθα, με τον καιρό ή χωρίς αυτόν, αυτό που έμαθα είναι ότι δε θέλω να σταματήσω ποτέ να μαθαίνω. Και πως εκεί που περιμένω να μάθω τα πιο λίγα τελικά μαθαίνω τα πιο πολλά. Δεν ξέρω τι κάνουν, ο σημαιοφόρος, ο ναύκληρος ή ο εκπαιδευτής των Οϋκάδων. Οι δύο τελευταίοι ίσως να πρόλαβαν να πάρουν σύνταξη. Ο πρώτος ίσως να βρίσκεται σε κάποιο υποβρύχιο και να σκέφτεται πανιά ή σεντόνια. Καλή τους ώρα όπου κι αν βρίσκονται. Εγώ θέλω να τους ευχαριστήσω. Πιο πολύ όμως θέλω να ευχαριστήσω εκείνον που θέλησε να βάλει κατάρτι σε δεκαεξάκοπη σωστική λέμβο. Και το κατάφερε με τα μέσα που διέθετε. Γιατί αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα από τη θητεία μου στο πολεμικό ναυτικό.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Θάλαμος διαστολής

Το Γιάννη τον γνώριζα από την πλατεία. Ο πατέρας του είχε το εστιατόριο κάτω από το διαμέρισμα που νοίκιαζα. Ο Γιάννης ήταν πολύ δραστήριο παιδί, ακόμα είναι. Πρώην αλεξιπτωτιστής, έκανε ορειβασία, ανέβαινε στον Όλυμπο χειμώνα και κοιμόταν το βράδυ μέσα σε χιονότρυπες. Αργότερα ανέβηκε το Κιλιμάντζαρο, μέχρι και το Έβερεστ την κορυφή του κόσμου. Είχε μεγάλη αγάπη για τα βουνά. Εγώ πάλι έχω μεγάλη αγάπη για τις θάλασσες. Όμως είχαμε και κάτι κοινό, την αγάπη για τις μοτοσυκλέτες.


Ο Γιάννης είχε τότε ένα DR650 για τις εκδρομές του στα βουνά και τις μετακινήσεις του στην πόλη. Έτρεχε και μότοκρος. Εκείνη την εποχή μόλις είχε πάρει ένα YZ250, ήταν σχεδόν καινούριο. Από την πρώτη ματιά έδειχνε στιβαρό και γρήγορο, ήταν πολύ ωραίο μηχανάκι. Πολλές φορές μου είχε πει να πάω μαζί του στην προπόνηση, να έχει κι αυτός παρέα να κάνω κι εγώ την εκδρομή μου. Κάποια στιγμή λοιπόν μετά από αρκετό καιρό καταφέραμε να συντονιστούμε.

Ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί μιας καθημερινής. Φορτώσαμε το μηχανάκι σ' ένα παλιό διαλυμένο βανάκι Τoyota που είχε για να μεταφέρει τις προμήθειες στο μαγαζί, το δέσαμε καλά με ιμάντες, βολέψαμε μπιτόνια με βενζίνες και λάδια, κράνη μπότες και θώρακες, κλείσαμε την πόρτα όπως μπορούσαμε και φύγαμε. Κάτι λιγότερο από δύο ώρες αργότερα βρισκόμασταν λίγο έξω από τη Χαλκίδα σε μια πίστα εντελώς έρημη. Ξεφορτώσαμε τα πράγματα, ο Γιάννης ντύθηκε, τον βοήθησα να αναμείξουμε το λάδι με τη βενζίνη κι αφού ζεστάναμε λίγο το μοτέρ μπήκε στην πίστα. Μου είχε ζητήσει να του κρατάω τους χρόνους. “Θα μετράς μισή ώρα και θα μου κάνεις νόημα”.

Το μηχανάκι πετούσε στα χέρια του. Το μοτέρ στρόφαρε περίφημα, στις ευθείες κατάπινε τα σαμάρια, στις στροφές έμοιαζε με χελιδόνι που το κυνηγούν γεράκια και στα άλματα πεταγόταν ψηλά στον ουρανό κι αφού στεκόταν για μια στιγμή εκεί σα να είχε σταματήσει το χρόνο, έριχνε τη μούρη προς το έδαφος και πατούσε γερά ξανά στο χώμα για να συνεχίσει την πορεία του σα να μην είχε σταματήσει ποτέ. Είχε μια αρμονία όλη αυτή η κίνηση, σαν ένας χορός αρχαίος που περιγράφει τον πόλεμο και την ειρήνη, την πάλη για την ίδια τη ζωή με όλα της τα συναισθήματα.

Είχα μείνει εκεί, κάτω από τη σκιά ενός μικρού δέντρου και χάζευα το θέαμα. Δύο μισάωρα αργότερα ο Γιάννης βγήκε να ξεκουραστεί.

-Παρ' το να το κάνεις μια βόλτα.
-Δεν έχω οδηγήσει ποτέ ξανά στο χώμα.
-Δεν είναι τίποτα, τόσα μηχανάκια είχες.
-Δεν είναι το ίδιο.
-Το ίδιο είναι. Απλά, να οδηγείς με 80 στο χώμα, είναι σα να πηγαίνεις με 200 στην άσφαλτο.
-Δε θέλω, τα φοβάμαι τα δίχρονα, δεν τα ξέρω.
-Είναι πολύ γραμμικό το μοτέρ του, δεν έχει καθόλου ξεσπάσματα. Θα δεις, θα σ' αρέσει.
-Μπα, άστο καλύτερα.

Ο Γιάννης έκανε άλλα δύο μισάωρα και βγήκε.

-Παρ' το βόλτα, θα χάσεις. Είναι πολύ ωραίο.
-Ρε συ Γιάννη φοβάμαι.
-Μη το φοβάσαι, είναι πολύ φιλικό. Δε χρειάζεται να πας τέρμα γκάζι, μια βόλτα χαλαρά να το δεις πως πάει. Να κοίτα, μπαίνεις με λίγο φρένο στη στροφή και βάζεις τη μπροστινή μέσα στο λούκι. Κολλάς το μηχανάκι στο μηρό, ρίχνεις το εσωτερικό πόδι χαλαρό κάτω και το πλαγιάζεις. Μόλις φτάσεις στην κορυφή δώσε γκάζι, μη το φοβηθείς, θα στρίψει μόνο του. Στα σαμάρια μην κλείσεις το γκάζι, χαλαρό το σώμα σου και άστο να χορεύει στις κορυφές. Ούτε να τ' ανοίξεις πολύ, θα χάσεις χρόνο. Όταν φτάσεις στο άλμα θα σου φανεί απότομο. Σημάδεψε καλά και δώστου γκάζι. Αποφασιστικά. Δώστου γκάζι και σηκώνεται μόνο του. Να θυμάσαι να έχεις το σώμα σου χαλαρό και ν' αφήνεις το μηχανάκι να κάνει όλη τη δουλειά.
-Καλά εντάξει.

Έκανα πρώτα μια σύντομη βόλτα στο διπλανό νταμάρι για να δω το μηχανάκι, τα φρένα, τις αναρτήσεις, τον κινητήρα. Μετά μπήκα στην πίστα. Να έχω το σώμα μου χαλαρό το ήξερα. Το είχα μάθει μετά από τόσα χρόνια. Είναι μια δύσκολη ολιστική διαδικασία, ένα παιχνίδι του μυαλού που μπροστά σ' αυτό που αντιλαμβάνεται κίνδυνο θέλει να σφίξει κάθε μέλος και κύτταρο. Όμως πρέπει να μένεις χαλαρός, να εμπιστεύεσαι τα αντανακλαστικά σου και να λειτουργείς αρμονικά με το μηχάνημα που χειρίζεσαι.

Στην πρώτη στροφή έκανα ακριβώς αυτό που μου είπε. Προς μεγάλη μου έκπληξη το μηχανάκι ανταποκρίθηκε τόσο καλά που δεν το περίμενα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατάλαβα γιατί χρησιμοποιούν θηριώδεις αναρτήσεις σε τόσο ελαφρές μοτοσυκλέτες. Αισθάνθηκα τις δυνάμεις που είχε να διαχειριστεί το σύνολο πλαισίου και αναρτήσεων και όλα μου φάνηκαν πολύ λογικά. Λίγες στροφές αργότερα οι ενέργειές μου πραγματοποιούνταν διαδεχόμενες μια την άλλη, σε μια πολύ ομαλή αλληλουχία χωρίς σκέψη και χωρίς ενδοιασμούς. Φρένο, λούκι, χώσιμο, κρεμασμένο πόδι, γκάζι. Είχα αρχίσει να το συνηθίζω. Στα σαμάρια με λίγη παραπάνω δυσκολία συνέβαινε περίπου το ίδιο. Όταν έφτασα στο πρώτο μεγάλο άλμα αντίκρισα μπροστά μου ένα τοίχο. Έκανα εικόνα στο μυαλό μου τη συνέχεια και φαντάστηκα να σκάω στο εμπόδιο και να με βγάζουν από τα σίδερα με λοστούς. “Θα μας χωρίσουνε στην καλίμπρα”.

Παρ' όλο το δέος ακολούθησα τη συμβουλή του Γιάννη και χούφτωσα γερά τη γκαζιέρα. Ο μπροστινός τροχός χτύπησε με δύναμη τον τοίχο, η ανάρτηση βυθίστηκε γλυκά και με τρόπο που δεν κατάλαβα το μηχανάκι βρέθηκε στον αέρα. Ψηλά. Πολύ ψηλά. Τόσο ψηλά που δε θα μπορούσα να το έχω φανταστεί. Σ' εκείνο το σταμάτημα του χρόνου που παρατηρούσα νωρίτερα κοίταξα κάτω και ήμουν σίγουρος πως αν πηδούσα από τέτοιο ύψος θα συνέβαιναν πράγματα που δεν ήθελα να φανταστώ. “Πως κατεβαίνουμε από 'δω πάνω?”. Με τρόπο μαγικό, το μηχανάκι έριξε τα μούτρα του και αφήνοντας πίσω του το άλμα πάτησε γρήγορα στο χώμα σα να κατέβηκε απλά ένα σκαλοπάτι. Και τώρα γκάζι, πολύ γκάζι. Η συνδυασμένη δύναμη από δεκάδες αλυσοπρίωνα που έκοβαν ασταμάτητα το φλοιό της γης. 

Το διασκέδαζα πραγματικά, όμως δεν πέρασε πολύ ώρα όταν οι σωματικές μου δυνάμεις άρχισαν σιγά σιγά να μ' εγκαταλείπουν. Δεν το κατάλαβα καθόλου, ήμουν τόσο συγκεντρωμένος. Το τέλος έφτασε μετά από μια ευθεία όταν μπήκα στα σαμάρια. Φαίνεται πως τα χέρια μου δεν είχαν καθόλου δύναμη κι έτσι μετά το δεύτερο ή τρίτο σκάσιμο σε μια κορυφή άνοιξα το γκάζι πολύ περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Το μηχανάκι αποφάσισε πως είχε μαζί μου πια βαρεθεί και μ' ένα χαρακτηριστικό ήχο από την εξάτμιση συνέχισε μόνο την πορεία του. Έπεσε βέβαια λίγα μέτρα παραπέρα κι εγώ αμέσως μόλις κατάφερα να σηκωθώ όρθιος αισθάνθηκα ένα βαρύ μούδιασμα στον αριστερό μου αστράγαλο. 

Ο Γιάννης ήρθε να με βοηθήσει. Με πήγε πάλι κάτω από το δέντρο κι αφού έριξε μια ματιά στο μηχανάκι, συνέχισε την προπόνησή του. Δεν ήθελα να του πω τίποτα, το πόδι μου είχε αρχίσει να πρήζεται και πονούσε έντονα. Περίμενα να τελειώσει, όμως δεν κατάφερα να τον βοηθήσω στο φόρτωμα. Γυρίσαμε στην Αθήνα κι εγώ πήγα μ' ένα ταξί μέχρι τον Ευαγγελισμό. Μερική ρήξη συνδέσμου και γύψος.

Την επόμενη μέρα κατέβηκα με τις πατερίτσες και τον συνάντησα κάτω από το σπίτι μου. Έδειχνε στεναχωρημένος. Με ρώτησε αν ήμουν καλά και τον ρώτησα τι είχε.
Έλα να σου δείξω”.
Με πήγε λίγο πιο πέρα στην αποθήκη που είχε το μηχανάκι. Ο θάλαμος διαστολής είχε χτυπήσει σε μια πέτρα και είχε ένα βούλιαγμα που χωρούσε μέσα του μια ολόκληρη γροθιά. 

-Όταν πήρα το μηχανάκι δεν είχε ούτε γρατσουνιά. Ότι βλέπεις το έχουν κάνει φίλοι μου που τους το έδωσα να το κάνουν βόλτα.
-Εντάξει, μην ανησυχείς. Δε το είχα δει, αλλά δεν είχα κανένα σκοπό να κάνω τον ανήξερο, θα το φτιάξουμε. Άσε να βγάλω το γύψο και θα το τακτοποιήσω.

Μια 'βδομάδα αργότερα ο γύψος είχε φύγει. Όπως λέει κι ένα καλό βιβλίο, “Το ζεν ξεκινάει όταν σπάσει η βίδα μέσα στο κάρτερ”. Κι επειδή δεν είχα καμία όρεξη να το φιλοσοφήσω πολύ, αποφάσισα να παω στον κοντινότερο συνεργάτη της Yamaha να μάθω πόσο κόστιζε ένας τέτοιος θάλαμος διαστολής. Αν η τιμή ήταν λογική θα ξεμπέρδευα πολύ εύκολα. Αν όχι, ένας θεός ήξερε πως θα κατάφερνα να διορθώσω τη ζημιά που είχα προκαλέσει.
Πίσω από τον πάγκο στεκόταν ένας κυριούλης πενηντάρης, μετρίου αναστήματος, αδύνατος, ελαφρώς αξύριστος.

-Τι θα θέλατε?
-Θέλω να ρωτήσω πόσο κάνει ένας θάλαμος διαστολής για YZ250 του 2000.
-Τι εννοείς θάλαμος διαστολής?
-Θάλαμος διαστολής, πόσο κάνει?
-Η φούσκα?
-Ποια φούσκα?
-Εννοείς τη φούσκα?
-Δεν ξέρω αν εννοείτε φούσκα τη μεμβράνη του καρμπιρατέρ, έχω ακούσει κι αυτό να το λένε φούσκα. Εγώ θέλω το θάλαμο διαστολής, το πρώτο στάδιο της εξάτμισης του δίχρονου κινητήρα.

Διέκρινα μια παιδική απορία στο πρόσωπό του. Σκέφτηκα, “Άλλος ένας που πούλησε τα πρόβατα και έγινε έμπορος”. Έχω διασκεδάσει πολλές φορές ακούγοντας ιστορίες με τα παρατσούκλια που δίνουν πολλοί στα μηχανικά μέρη. Κάθε φορά όμως που βρίσκομαι ο ίδιος αντιμέτωπος με τέτοια περιστατικά εκνευρίζομαι. Υπάρχει μια γαμημένη διεθνής ορολογία καθιερωμένη, ακριβώς για να αποφεύγονται τέτοιες ασυνεννοησίες, αλλά κάποιοι επιμένουν να μιλάνε καλιαρντά. Ήθελα εκείνη την ώρα να του εξηγήσω όλο το μηχανισμό λειτουργίας του δίχρονου κινητήρα, την ιστορία της DKW και της MZ, του Walter Kaaden, την έλλειψη καυσίμων στη Γερμανία πριν το Β' παγκόσμιο πόλεμο, ακόμα και ολόκληρη τη θεωρία της κυματικής του ήχου στις εξατμίσεις. Να τον δέσω σε μια καρέκλα σα τον τύπο απ' το κουρδιστό πορτοκάλι και να του τα πω όλα αυτά, έτσι που να μην ξαναπεί τη λέξη φούσκα για την υπόλοιπη ζωή του. Όμως το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα έχανα τον καιρό μου.

Αφού μου ζήτησε να περιμένω λίγο, σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό.

-Έλα, έχω ένα πελάτη εδώ πέρα και μου ζητάει ένα θάλαμο διαστολής. Τη φούσκα θέλει?

Η έκφραση παιδικής απορίας που είχε νωρίτερα, σε μια στιγμή έγινε έκπληξη και γούρλωσε λίγο και τα μάτια. Έμεινε έτσι αρκετή ώρα, τόσο που κατάλαβα πως αυτός που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής αισθανόταν περίπου όπως κι εγώ και τον ξέχεζε κανονικά με τρόπο που δε τον άφηνε να ψελλίσει άχνα. Κάποια στιγμή χωρίς να πει τίποτα έτεινε το ακουστικό προς το μέρος μου. Το πήρα και το έβαλα στ' αυτί μου.

-Έλα παιδί μου. Πες σ' αυτό το βλάκα πως τέτοιους πελάτες σαν κι εσένα θέλουμε στην εταιρία. Για τι μηχανάκι θέλεις το θάλαμο?
-Για YZ 250 του 2000.
-Μάλιστα, δως τον μου πάλι.

Ήταν ο τεχνικός διευθυντής από τα κεντρικά. Αφού μίλησαν λίγο ακόμα έκλεισε το τηλέφωνο, άνοιξε ένα κατάλογο, μου είπε μια εξωφρενική τιμή και κάπως έτσι τελείωσε η άτυχη συνάντησή μας.

Για να πάρω καινούριο θάλαμο ούτε λόγος, με την τιμή που είχε στον κατάλογο αγόραζα μικρό δίκυκλο μεταχειρισμένο, σε μέτρια κατάσταση. Μια παραγγελία από το εξωτερικό θα έπαιρνε αρκετό χρόνο. Οι πιθανότητες να βρω μεταχειρισμένο ανταλλακτικό σε καλή κατάσταση για τόσο καινούριο μηχανάκι ήταν ελάχιστες. Οπότε το Ζεν φυγήν αδύνατον και πήρα το δρόμο για τις τρεις γέφυρες. Ο Περικλής είχε το συνεργείο του εκεί. Πολύ καλός μηχανικός και τορναδόρος, ασχολιόταν κυρίως με αναπαλαιώσεις κλασικών και η τριβή του με το αντικείμενο τον είχε κάνει πολύ επιδέξιο στην αυτοσχεδιαστική μηχανολογία και τις πατέντες. Αν υπήρχε τρόπος να βγάλω άκρη σύντομα, οικονομικά και καλά ήταν μέσω του Περικλή. Μόλις είδε το θάλαμο προβληματίστηκε. “Δεν έχω επισκευάσει ποτέ τέτοια ζημιά, δεν έχω ιδέα πως θα μπορούσα να το κάνω. Δεν πετάγεσαι μέχρι το Βασίλη εδώ δίπλα, αυτός ασχολείται με τις λαμαρίνες. Μπορεί να έχει υπόψη του κανένα τρόπο να το φτιάξει”. Ο Βασίλης δεν ήταν μηχανικός, το βαφείο του ήταν δύο δρόμους παραπέρα. Παλιός μάστορας, κόντευε τη σύνταξη. Ασχολιόταν κι αυτός με κλασικά και αναπαλαιώσεις και όποτε ο Περικλής βρισκόταν σε αδιέξοδο το Βασίλη έπαιρνε τηλέφωνο να του πει μια γνώμη.

Σ' ένα χώρο που δε θύμιζε με τίποτα βαφείο αλλά περισσότερο παλαιοπωλείο ή καλύτερα αποθήκη παλαιοπωλείου, ανάμεσα σε καλάθια από παλιά BMW, στοιβαγμένα μαντεμένια χιτώνια, αναρτήσεις και κεφαλές σε ράφια μέχρι το ταβάνι, εξατμίσεις κρεμασμένες στους τοίχους και πολλή σκόνη, καθόταν ο Βασίλης, μακάριος όπως πάντα και έπινε τον καφέ του. Μου έφτιαξε καφέ και κάθισα σε μια από 'κείνες τις ξύλινες καρέκλες του καφενείου με το ψαθί και τα κομμένα πόδια, που συνηθίζονταν κάποτε σε όλα τα συνεργεία. Αφού καπνίσαμε ένα τσιγάρο με ρώτησε.

-Τι σε φέρνει εδώ μάστορα?
-Έχω αυτό το θάλαμο, είναι χτυπημένος.
Έπιασε το θάλαμο στα χέρια του, τον εξέτασε καλά και με ρώτησε πάλι.

-Από σύγχρονο είναι, έτσι?
-Ναι, από Yamaha.

Αφού τον εξέτασε λίγο ακόμα, τράβηξε δύο τζούρες από το τσιγάρο του, τον ακούμπησε δίπλα μου και ανακοίνωσε την ετυμηγορία του.

Αυτό μάστορά μου δεν φτιάχνεται”.

Φυσικά η απογοήτευσή μου εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ μεγάλη. Προσπάθησα όμως να μη δείξω τίποτα. Το “Δεν φτιάχνεται” σε πολλές περιπτώσεις έχει πολλές ερμηνείες. Θα μπορούσε να είναι “Δεν ξέρω να το φτιάξω” κάτι που στην περίπτωση του Βασίλη δεν ίσχυε. Θα μπορούσε να είναι “Δε συμφέρει να φτιαχτεί” κάτι που επίσης δεν ίσχυε λόγο της τιμής που είχε να το πάρω καινούριο. Πιο συχνά όμως σημαίνει, “Δε με συμφέρει να το φτιάξω”, γιατί η δουλειά και η τεχνογνωσία που απαιτούνται είναι τέτοιες που η αμοιβή μου δε θα φτάσει να τις καλύψει.

Το ζήτημα δεν είναι ακριβώς μικροοικονομικής φύσεως. Υπήρχε μια εποχή, όχι πολύ μακρινή, που όλα τα πράγματα ήταν επισκευάσιμα, ο Βασίλης την είχε προλάβει. Τότε δεν υπήρχαν πολλά ανταλλακτικά και σε πολλές περιπτώσεις δεν υπήρχαν καθόλου. Και αυτό δεν αφορούσε μόνο τις μοτοσυκλέτες αλλά όλη τη βιομηχανία. Σιγά σιγά τα εργοστάσια κατάλαβαν πως έβγαζαν περισσότερα χρήματα πουλώντας ανταλλακτικά παρά τα ίδια τα προϊόντα τους και κάπως έτσι φτάσαμε στα ξυραφάκια μιας χρήσης κι από 'κει στο “Light bulb conspiracy”, με προϊόντα προγραμματισμένα να εμφανίζουν βλάβες, ακόμα και εικονικές. Σήμερα τίποτα σχεδόν δεν είναι επισκευάσιμο, όλα έχουν μια σύντομη ημερομηνία λήξης και οι μάστορες έχουν γίνει διαγνώστες και διαχειριστές υλικών. Μιας απίστευτης σπατάλης υλικών που δημιουργεί βουνά στις χωματερές, παχυσαρκία στα σώματα των “ανεπτυγμένων” ανθρώπων και υποσιτισμό στους “αναπτυσσόμενους”. Από μικρό παιδάκι αισθανόμουν πολύ ειρωνικούς αυτούς τους όρους. Και το χειρότερο, έχει χαθεί η δημιουργικότητα, το μεράκι.

Ήμουν βουτηγμένος μέχρι το λαιμό στο Ζεν. Το πρόβλημά μου βέβαια τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν ήταν η πηγή του κακού, αλλά ο θάλαμος του Γιάννη που ήθελε φτιάξιμο. Θυμήθηκα κάτι που έλεγε ο Γκουρτζίεφ σχετικά με την επικοινωνία. Στο δυτικό κόσμο οι άνθρωποι έχουν την τάση, μόλις συναντούν κάποιον να του λένε αμέσως τι θέλουν. Αυτό στην ανατολή είναι απαράδεκτο. Όταν συναντάς τον άλλο άνθρωπο κι αφού τον χαιρετίσεις, κάθεσαι μαζί του. Ξεκινάς μια συζήτηση για κάτι άσχετο, ας πούμε για τον καιρό και σιγά σιγά φέρνεις το θέμα σου εκεί που θέλεις. Μπορεί να μοιάζει με χάσιμο χρόνου, όμως η ίδια η επικοινωνία είναι πιο ουσιαστική και πιο ανθρώπινη, μιας και ο άλλος άνθρωπος δεν ενσαρκώνει αυτό που θέλεις απ' αυτόν αλλά παραμένει άνθρωπος, από τον οποίο παρεμπιπτόντως κάτι θέλεις.

Μιας και ήμουν ήδη εκεί και έπινα τον καφέ μου λοιπόν, γύρισα τη συζήτηση σε ζητήματα γενικής μηχανολογικής φύσεως. Ο Βασίλης γρήγορα άρχισε να αναπολεί και να μου περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο συνήθιζαν να επισκευάζουν τις τσακισμένες σιδερένιες σωλήνες του νερού. Μου εξήγησε πως κάποτε τα υλικά ήταν πολύ ακριβά και γι αυτό το λόγο η φιλοσοφία ήταν να μην πετιέται τίποτα. Πολύ γρήγορα φτάσαμε στις μοτοσυκλέτες κι από 'κει στην ιστορία εξέλιξής τους και φυσικά στους θαλάμους διαστολής.

-Βασίλη αυτό πως θα μπορούσε να φτιαχτεί? Κάποτε τα φτιάχνανε, έτσι δεν είναι?
-Τέτοια βουλιάγματα τα φτιάχναμε με δύο τρόπους. Ο ένας είναι ν' ανοίξεις μια τρύπα στην απέναντι πλευρά και βάζοντας μέσα μια ράβδο να χτυπήσεις το βούλιαγμα από μέσα προς τα έξω. Αν είναι μεγάλη η έκτασή του, μπορεί να χρειαστεί ν' ανοίξεις και δεύτερη και τρίτη τρύπα, γιατί η ράβδος δε μπορεί να δουλέψει σε μεγάλη γωνία. Αν το βούλιαγμα έχει τσακίσματα, όπως το δικό σου, πρέπει να κοπεί και να κολληθεί κομμάτι με την ίδια καμπυλότητα.
-Ε, δε μου το φτιάχνεις? Εγώ θα το κάνω χάλια.

Γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένος. Την είχε πατήσει. Τόσο απλά το “Δε γίνεται” είχε γκρεμιστεί μέσα σε μια στιγμή σα χάρτινος πύργος. Μου χαμογέλασε κι αφού άφησε το φλυτζάνι με τον καφέ, άναψε τσιγάρο.

-Θα στο φτιάξω, αλλά θα το βάψεις μόνος σου. Και θα σου κοστίσει πενήντα ευρώ. Θα φάω δυό μέρες να το φτιάξω.
-Τα 'χεις.

Το επόμενο απόγευμα με πήρε ο Περικλής να μου πει πως ήταν έτοιμο. Ένα σπρέι φωτιάς μαύρο μου κόστισε κάτι λιγότερο από δέκα ευρώ και μέσα σε δυο μέρες ο θάλαμος του Γιάννη ήταν σαν καινούριος. Δεν οδήγησα ποτέ από τότε στο χώμα, δεν έτυχε. Για να είμαι ειλικρινής ούτε κι εγώ το επιδίωξα. Προτιμώ τη συγκίνηση του στιγμιαίου κρύου ιδρώτα της ασφάλτου και τα χωράφια που ξέρω από τα ποτάμια καυτού ιδρώτα του motocross. Όμως εκείνο το δίχρονο θα το θυμάμαι.

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Ασκητική

Έχουν περάσει χρόνια από τότε αλλά δε θα ξεχάσω εκείνη τη στιγμή. Ένας άνθρωπος που αγαπούσα πολύ μ' επισκέφτηκε στο σπίτι μου. Ήταν απόγευμα έκανε ζέστη, είπα να φτιάξω καφέ μα πριν απ' όλα έτεινε το χέρι του προς εμένα κρατώντας ένα βιβλίο. 

 

-Παρ' το, το πήρα για 'σένα, στο κάνω δώρο. Το έχεις διαβάσει?

-Όχι ακόμα. Σ' ευχαριστώ πολύ.

Ήπιαμε τον καφέ μας, συζητήσαμε, δεν κάθισε πολύ. Ζήτησα να μου γράψει μια αφιέρωση στο δώρο του αλλά αρνήθηκε. Κατάλαβα καιρό μετά γιατί, όταν πέθανε.

 
Ήταν η “Ασκητική” του Νίκου Καζαντζάκη. Ένα μικρό, με πολλή τέχνη δεμένο βιβλιαράκι. Το κρατούσα από τότε όχι στη βιβλιοθήκη μα πάνω στο γραφείο μου χωρίς ποτέ να το αγγίζω, μάλιστα αγόρασα μια άλλη έκδοση για να το διαβάσω που τη χάρισα σε κάποιον άλλο. Το κρατούσα εκεί μαζί με άλλα κατά καιρούς βιβλία, εκείνο όμως ποτέ δεν έλειπε. Υπήρξαν περίοδοι που δεν είχα την πολυτέλεια μιας βιβλιοθήκης όμως πάντα κάπου ακουμπούσα τα βιβλία που διάβαζα κι εκείνο πολλές φορές φιγουράρισε μαζί τους κι ας ήταν το μόνο που δεν είχα αγγίξει. Ήταν κάτι πολύ προσωπικό. Ήταν όλα όσα έχασα στη ζωή μου, όλα όσα κέρδισα και χύθηκαν σαν άμμος μέσα από τα δάχτυλά μου. Οι αναμνήσεις μιας ζωής που δε θα ξαναέρθει, μαζί της κι ο άνθρωπος που μου το χάρισε.
Πολλές φορές το σκέφτηκα. Κρατάς αυτό το βιβλίο να το βλέπεις πάνω στο γραφείο σου, μα τίποτα δεν κατάλαβες απ' αυτά που γράφει μέσα? Κι όμως το κρατούσα και δε μ' ένοιαζε γιατί αλλά το κρατούσα. Ήταν ένα από 'κείνα τα μικρά πράγματα που κρατάμε για τον εαυτό μας, μια μικρή χαρά που δε θέλησα ποτέ να στερηθώ. Κ' ήταν ένα μικρό βιβλίο, τίποτα παραπάνω, χωρίς κανένα διακριτικό, χωρίς καν μια μικρή αφιέρωση να σηματοδοτεί ότι κάποτε δωρίστηκε. Αλλά τι αφιέρωση να γράψεις πάνω σ' ένα ευαγγέλιο.
Πέρασαν χρόνια που το μικρό βιβλίο ήταν πάνω στο γραφείο μου. Στη ζέστη του μεσημεριού ο γιός μου άπλωσε το χέρι του και πήρε το βιβλίο. Ήταν κάτω από το ψαλτήριο του Δαυίδ αλλά προτίμησε τον Καζατζάκη. Λίγο πιο κάτω βρίσκονταν κάτι μονόπρακτα του Μπέχτ, δεν έδωσε καμία σημασία. Το τράβηξε με αδεξιότητα και το έσυρε μέχρι το στόμα του με ευδαιμονία. Στην ηλικία που βγάζει τα πρώτα του δόντια η ράχη του μικρού βιβλίου έγινε κομμάτια ανάμεσσα στους μικρούς σαλιωμένους κοπτήρες του.
Στάθηκα άναυδος μπροστά στο θέαμα. Μαζί με τη θέα του σκισμένου χαρτιού ένιωσα τριάντα χρόνια κουρελιασμένα να περνούν από πάνω μου. Δεν είχα ιδέα πως θα μπορούσα να αντιδράσω ή πως θα έπρεπε. Όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα στη ζωή σου συμβαίνει κι αυτό. Δεν έχεις ιδέα. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να μην αντιδράσω καθόλου. Αμέσως μετά πέρασαν μπροστά στα μάτια μου όλα όσα είχα ζήσει μέχρι τότε. Έκανα μια προσπάθεια να κολήσω το σκισμένο χαρτί. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως το μικρό βιβλίο δεν είχε καμία αξία, πως κανένας συμβολισμός, προσωπικός ή οικουμενικός δε φτάνει να ταράξει την ισορροπία του σύμπαντος κόσμου. “Ο νους του ανθρώπου φαινόμενα μπορεί να συλλάβει, ποτέ την ουσία.” Κι όμως, εικόνες κατέκλυσαν το μυαλό μου. Μνήμες.
Οργίστηκα. Και δεν ξέρω αν ποτέ κατάφερα να γίνω ασκητής όμως κ' οι ασκητές οργίζονται. Μύχιες και προτόγονες σκέψεις πλημμύρισαν το νου μου. Συστρεφόμενοι και πιεσμένοι λόγοι, ακατάληπτοι, ξεχύθηκαν από τα δόντια μου. Μια γόμα που προσπαθούσε να σβήσει τα σημάδια των κοπτήρων στο εξώφυλλο εξφενδονίστηκε κατά το καρότσι. Και η γυναίκα μου, αυτή που η φύση την προστάζει να κάνει κέντρο του κόσμου της το παιδί της και ο Σοφοκλής την προστάζει να κάνει κέντρο του κόσμου της το γιό της, πήρε το παιδί και πήγε στο άλλο δωμάτιο.
Έμεινα μόνος. Όταν κατάφερα να συνέλθω κάπως πήρα στα χέρια μου το μικρό βιβλίο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος πια να το κρατάω κλειστό. Διάβασα το πρώτο χρέος, ένιωσα ξανά την απέχθεια για τα σύνορα των ανθρώπων, παρηγορήθηκα ότι η εποχή του αμπελιού που μου έλαχε είναι το χαράκωμα αλλά γύρισα πίσω, εδώ κάτι κλώτσησε μέσα μου. Κι αν “ο νους βολεύτηκε να ζωγραφίσει φτερά στις αλυσίδες του” η καρδιά μου κλώτσησε. Αυτό ήταν το τρίτο χρέος και το είχα ξεχάσει. Κι αν είχα αφήσει πίσω μου το νου και δε φοβόμουν, η καρδιά μου με κρατούσε. Αυτός ήταν ο “τρίτος και πιο μεγάλος πειρασμός”, η ελπίδα. Τότε κατάλαβα τον καπετάν Μιχάλη και το Ζορμπά. Τότε κατάλαβα πως αυτό που κρατούσε την ασκητική και τις μνήμες μου δεν ήταν ο φόβος. Το φόβο τον είχα περάσει πολλές φορές. Όμως ο φόβος είναι αυτό που φοβάσαι πρώτο και είχα ξεχάσει την ελπίδα. Αυτός είναι ο μεγάλος πειρασμός γιατί πεθαίνει τελευταίος.
Κρατούσα την ασκητική μπροστά στα μάτια μου, ω ποία μεγάλη ειρωνεία, από ελπίδα. Κι αυτό που φοβόμουν και πάλευα και νικούσα δεν ήταν αυτό που έπρεπε πια. Κράτησα την ελπίδα κι αυτό δυνάμωνε τα φτερά στις αλυσίδες μου. Κράτησα την ελπίδα πως η παλιά ζωή θα ερχόταν πάλι. Κι έφτασε ένα μωρό παιδί χωρίς να το ξέρει να κάνει την ελπίδα μου κι όσα σήμαινε για 'μένα κομμάτια. Κι αν κράτησα την ελπίδα αυτό δεν έφτανε γιατί δε φτάνει να μη φοβάσαι, πρέπει και να μην ελπίζεις.
Επίλογος
Ποιός ήταν αυτός που μου χάρισε το βιβλίο δε θα σας το πω. Κι αν αυτό είναι που σκέφτεστε, ξανασκεφτείτε το.