Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Οι διδαχές του Κεφάλα.

Μετρίου αναστήματος, με σώμα μυώδες και περπάτημα που θύμιζε κάτι από τα τσοπανόσκυλα της Πίνδου. Μαύρος, με λίγο καφετί στη μουσούδα και πάνω από τα πέλματα. Tο μεγάλο κεφάλι του τόσο χαρακτηριστικό που έμεινε στην ιστορία. Ήταν ο Κεφάλας, σκύλος αρχοντικός, αρχηγός όλων των σκύλων της πλατείας.


    

    Σπανίως τον άκουγες να γαυγίζει. Περπατούσε πάντα αργά και νωχελικά.Aν ποτέ τύχαινε να τον παρενοχλήσει κάποιος άλλος σκύλος αμφισβητώντας την κυριαρχία του, σταματούσε το αργό του περπάτημα και γύριζε να κοιτάξει την πηγή της φασαρίας, έπειτα το ίδιο αδιάφορα γύριζε το κεφάλι του μπροστά και συνέχιζε την πορεία του. Άλλωστε το μεγάλο του κεφάλι ήταν γεμάτο σημάδια από τσακωμούς. Λίγοι σκύλοι θα ήθελαν πραγματικά να αναμετρηθούν μαζί του, οι περισσότεροι αρκούνταν σε απειλές που συντρίβονταν στη σίγουρη ματιά του. Τις ελάχιστες φορές όμως που κάποιος τον προκαλούσε στ' αλήθεια η πλατεία Εξαρχείων ζούσε καταστάσεις που κανένας αττικάρχης δεν κατάφερε ως τώρα. Από όλα τα στενά ξεχύνονταν σκύλοι που έτρεχαν και γάυγιζαν αλλόφρονες, τα νέα διαδίδονταν εν ριπή οφθαλμού από Κάνιγγος μέχρι Νεάπολη και η πλατεία γέμιζε από παρατηρητές, με δύο ή τέσσερα πόδια, για τον καυγά μεταξύ των δύο διεκδικητών που ήδη λάμβανε χώρα. 

    Ο Κεφάλας δε χωράτευε, σε καμία απο τις περιπτώσεις που τον είδα να τσακώνεται δεν έχασε τη μάχη, όμως ποτέ του δεν τραυμάτισε σοβαρά κάποιο σκύλο. O τσακωμός δε διαρκούσε πολύ και μόλις η κυριαρχία του ήταν ξεκάθαρη το παιχνίδι σταματούσε. Δεν κρατούσε κακία, ήταν ο αρχηγός επειδή απλά είχε τη φυσική υπεροχή. Οι σκύλοι μάλιστα που τσακώνονταν μαζί του γίνονταν στη συνέχεια φίλοι του. Δεν ενδιαφερόταν για την εξουσία, απλά κέρδιζε το σεβασμό που του άξιζε. Ήταν ο κύριος της πλατείας.

    Στην πραγματικότητα δεν ήταν καβγατζής. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε βολτάροντας στην πλατεία. Όλοι τον κερνούσαν ένα μεζέ. Τον θυμάμαι να ξαπλώνει κάτω από το άγαλμα, με την πλάτη στο πλακόστρωτο, με όλα του τα άκρα σε έκταση, απολαμβάνοντας το φθινοπορινό ήλιο. Τίποτα δε χαλούσε την ηρεμία του. Τίποτα εκτός από το Νικολάκη το Διαστημίδη που όταν τύχαινε να τον βρεί σ’ αυτή την κατάσταση του πέταγε ψίχουλα στην κοιλιά και τα περιστέρια που μαζεύονταν του χαλούσαν τον ύπνο. Αγουροξυπνημένος κουνούσε κανένα πόδι ή την ουρά του για να διώξει τα πουλιά και όλη η πλατεία γελούσε με την αναισθησία του.

    Όταν η πολύωρη ξάπλα τον κούραζε ασχολιόταν με το χόμπι του, κυνηγούσε μόνος ή με παρέα αυτοκίνητα και μηχανάκια στη Σπύρου Τρικούπη. Βεβαίως όλοι στην πλατεία τον ήξεραν και αν τύχαινε να σε κυνηγήσει του φώναζες «Κεφάλα παράτα μας» και αυτός σου κουνούσε την ουρά του περιχαρής. Μάλιστα προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, πολύ συχνά σηκωνόταν στα πίσω του πόδια για να δεί αν ο οδηγός που επρόκειτο να κυνηγήσει ήταν γνωστός και έτσι γλίτωνε και από μάταιο τρέξιμο.

    Παραδόξως τα καλοκαίρια χανόταν από την πλατεία. Στην αρχή δεν το παρατήρησε κανείς αφού όλοι έλειπαν στην Ίο. Αργότερα, περνόντας τα χρόνια και με την κλιμακούμενη οικονομική στενότητα οι επισκέψεις στην Ίο περιορίστηκαν ή κόπηκαν από πολλούς και η πλατεία άρχισε να παρουσιάζει κάποια κινητικότητα και κατά τους θερινούς μήνες. Τότε ήταν που η απουσία του άρχισε να γίνεται αντιληπτή. Όλο το καλοκαίρι παρέμενε άφαντος και το γεγονός αποτελούσε μυστήριο το οποίο λύθηκε όταν τον πέτυχα μια μέρα εν μέσω ισχυρού καύσωνος κάπου κάτω από το Ζάππειο που περιπατούσα συνοδεία πιτσιρίκας. Παραθέριζε στον κήπο. Όλο το Αθηναϊκό καλοκαίρι την έβγαζε εκεί, ήταν το θερινό του ανάκτορο. Άφηνε το τσιμέντο της πλατείας και δροσιζόταν ανάμεσσα στα δέντρα και τις λιμνούλες. Ούτε λόγος για κυνηγητά και ενεργοβόρους χαβαλέδες.

    Μπορούσες να διακρίνεις μια ιδιαίτερη σοφία στο ζώο αυτό. Κάτι από την κουλτούρα του πεζοδρομίου συνδιασμένη άρρηκτα με το ένστικτο της επιβίωσης. Ήταν παιδί της πιάτσας. Τον θυμάμαι πολύ συχνά στα ζόρια. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για πολύχρωμα περιλαίμια, τίτλους και περιτές περιποιήσεις, δεν ανυσήχησε ποτέ για το φαγητό του, ήταν σίγουρος οτι κάτι θα βρεί. Ήταν αγαπητός σε όλους και απλά έπαιρνε αυτό που του άξιζε.

    Παίρνω κουράγιο κάθε φορά που σκέφτομαι τον Κεφάλα. Τι κι αν το μπλοκάκι μου έχει να γράψει έσοδα δύο χρόνια, τι κι αν είμαι άνεργος αυτή τη στιγμή. Ας πέφτουν τα χρηματιστήρια παγκοσμίως, ας καταρρέει το χρηματοπιστοτικό σύστημα, ας επιβάλλουν φόρους κι ας κλεβουν τα ταμία, εγώ θα βρίσκω τον τρόπο να επιβιώνω και να χαίρομαι τη ζωή μου.

    Το μόνο που με θλίβει είναι η φόλα που του ρίξανε. Ο Κεφάλας έφυγε από κοντά μας το καλοκαίρι των Ολυμπιακών Αγώνων. Όπως και να το κάνουμε το να ζείς ελεύθερος αποτελεί πρόκληση στα μάτια των κομπλεξικών-εθελούσια σκλαβωμένων, στα μάτια της λαίλαπας της φυλής των νοικοκυραίων.

Σκέφτομαι τον Κεφάλα στα ζόρια μου. Είμαι κι εγώ ένας σκύλος των Εξαρχείων.

(Δημοσιεύτηκε αρχικά στις 
24 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 2008.
Το επαναδημοσιεύω με τον πρόσφατο χαμό ένός άλλου μύθου, πιο επώνυμου, αφιερώνοντάς το.

R.I.P. στο σύντροφο Λουκάνικο.

Καλή αντάμωση με τον Καραμανλή, το Σκάμπι, τον Όλαφ, τη Λίζα....)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου