Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Μαρμαρωμένοι έφηβοι

 

Δεν είναι καθόλου εύκολο να ζεις σε μια χώρα με μακρά ιστορία. Είσαι υποχρεωμένος να γνωρίζεις τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον τόπο αυτό και είναι τόσα πολλά. Τόσα συμπεράσματα, τόσες ιδέες, τόσοι άνθρωποι που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος στο οποίο ζεις. Είσαι υποχρεωμένος να τα γνωρίζεις, τουλάχιστον αν θέλεις, έστω και σε κάποιο μικρό βαθμό, να καταλαβαίνεις τι γίνεται γύρω σου. Καμιά φορά ζηλεύω τους Αμερικάνους. Είναι τόσοι πολλοί αυτοί που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να είναι αδαείς ιστορικά, γεωγραφικά, πολιτικά. Κάποτε δύο κυρίες στη Νέα Υόρκη με ρώτησαν για την καταγωγή μου και όταν τους είπα πως είμαι Έλληνας μου απάντησαν πως ήθελαν πάρα πολύ να επισκεφτούν την Ελλάδα, για να δουν τις πυραμίδες.

Πραγματικά τους ζηλεύω τους Αμερικάνους, έχουν τόσα λίγα πράγματα να θυμούνται. Ένας εμφύλιος πόλεμος ήταν το γεγονός που διαμόρφωσε το έθνος τους και έκτοτε τον έχουμε δει σε τόσες τηλεοπτικές σειρές και ταινίες που είναι αδύνατο να τον ξεχάσουμε, ακόμα κι εμείς που ζούμε στην άλλη άκρη του κόσμου. Δε χρειάζεται κάποιος να γνωρίζει κάτι παραπάνω από τα ονόματα των προέδρων των Ηνωμένων πολιτειών της Αμερικής για να ορκιστεί πολίτης τους. Δε χρειάζεται να γνωρίζει με ποιες χώρες συνορεύουν οι Ηνωμένες πολιτείες, δε χρειάζεται καν να γνωρίζει αν υπάρχουν άλλες χώρες στον κόσμο. Και συνήθως όταν ένας πολίτης των Ηνωμένων πολιτειών μιλά για την Αμερική δεν εννοεί την ήπειρο, αλλά τις Ηνωμένες πολιτείες. Σα να μην υπήρξαν ποτέ η Χιλή, το Μεξικό, η Βενεζουέλα, η Αργεντινή, η Ουρουγουάη. Υπήρξε για λίγο καιρό η Κούβα, αλλά χάθηκε κι αυτή. Που να βρίσκεται η Κούβα; Ευτυχώς υπάρχει ο Καναδάς να τους θυμίζει πως έχουν γείτονες. Κι αυτό γίνεται μ’ ένα τρόπο τόσο φυσικό. Είναι ένα είδος συλλογικής συνείδησης γι αυτούς τους ανθρώπους.

Από την άλλη δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι Έλληνας. Αισθάνομαι πως δε μας καταλαβαίνει κανείς εμάς τους Έλληνες. Μερικές φορές δεν καταλαβαινόμαστε κι εμείς μεταξύ μας. Ίσως γι αυτό να έχουμε τόσους εμφυλίους πολέμους στην ιστορία μας. “Είμαστε έθνος ανάδελφον” είχε πει κάποτε ένας Έλληνας πολιτικός και μάλλον δεν είχε άδικο. Ίσως γι αυτό να μας αρέσουν τόσο πολύ οι μύθοι, γιατί πρέπει να θυμόμαστε τόσα πράγματα, οπότε τα κάνουμε μύθους για να τα θυμόμαστε πιο εύκολα. Κι έτσι η πραγματικότητα συχνά μπλέκεται με το μύθο και γίνεται ο μύθος πραγματικότητα και καθημερινότητα. Μεγαλώσαμε με τους μύθους μιας πάλαι ποτέ κραταιάς Ελλάδας της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και των επιστημών. Μιας Ελλάδας που μεταλαμπάδευσε σε τόσα άλλα έθνη τα φώτα του πολιτισμού, όπως κι αν τον εννοεί κανείς. Μιας Ελλάδας που υπήρξε αυτοκρατορία και μάθαμε να αναπολούμε αυτή την Ελλάδα και να ελπίζουμε να τη δούμε κι εμείς κάποτε στη λάμψη που γνώρισε στο παρελθόν. Σα να είναι αυτή η αναπόληση το μοναδικό εθνικό μας καθήκον. Ο μύθος του μαρμαρωμένου βασιλιά του Βυζαντίου, που όταν η Κωνσταντινούπολη ξαναγίνει Ελληνική θα ζωντανέψει και θα κυβερνήσει πάλι. “Περασμένα μεγαλεία και διηγόντας τα να κλαίς.”, λέει ο εθνικός μας ποιητής, σε κάποια στροφή του ποιήματος που έδωσε τα λόγια του στον εθνικό μας ύμνο. Τι έχει απομείνει από εκείνη την Ελλάδα σήμερα; Μαρμαρωμένους βασιλιάδες βέβαια δε συνάντησα ποτέ στη ζωή μου. Κάποτε όμως έτυχε να δω από κοντά μαρμαρωμένους εφήβους.

Ήταν πριν λίγα χρόνια στο Λονδίνο, όταν βρέθηκα για να παρακολουθήσω κάποιο σεμινάριο. Την τελευταία μέρα παραμονής μου εκεί, είχα λίγο ελεύθερο χρόνο και αποφάσισα να επισκεφτώ το Βρετανικό μουσείο. Έχοντας κάτι λιγότερο από τέσσερις ώρες στη διάθεσή μου περιορίστηκα στα μάρμαρα του Παρθενώνα. Κατευθύνθηκα στη γεμάτη κόσμο αίθουσα και άρχισα χωρίς να βιάζομαι να παρατηρώ τις ανάγλυφες παραστάσεις. Την προσοχή μου τράβηξαν οι έφηβοι ιππείς της δυτικής ζωφόρου. Έμεινα εκεί αρκετή ώρα αισθανόμενος την ένταση που εξέπεμπε η εικόνα. Ασυγκράτητοι νέοι πάνω στα πιο δυνατά άλογα, στην κορυφή της κορυφαίας γιορτής της αρχαίας Αθήνας. Αυτό που μου συνέβη δεν το είχα φανταστεί όταν έπαιρνα την απόφαση να επισκεφτώ το μουσείο. Συγκινήθηκα. Όχι γιατί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής μου κληρονομιάς βρίσκεται μακριά μου, αλλά γιατί αυτό το κομμάτι έχει στην πραγματικότητα ξεχαστεί στις μέρες μας. Εικόνες γεμάτων δύναμη και ορμή νέων, να χαίρουν της αναγνώρισης του κοινωνικού συνόλου, απουσιάζουν συστηματικά από τις καθημερινές παραστάσεις και τις μνήμες μου. Η αρχαία Αθήνα επέλεξε να τοποθετήσει στην κορυφή των αξιών τις πιο ορμητικές δυνάμεις της, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητά τους. Η σύγχρονη Ελλάδα επιλέγει ακριβώς το αντίθετο.

Στη χώρα μας θεωρείσαι παιδί μέχρι να φτάσεις τα τριάντα, κανείς δε σε παίρνει στα σοβαρά. Οι νέοι που χαίρουν αναγνώρισης είναι αυτοί με έφεση στην αποστήθιση, όραμα μια σίγουρη θέση στο δημόσιο, ένα ακριβό αυτοκίνητο με δόσεις. Αυτοί οι νέοι καλούνται συνετοί και προοιωνίζεται γι αυτούς μέλλον λαμπρό. Το κοινωνικώς αποδεκτό μοντέλο είναι αυστηρά καθορισμένο, χωρίς παρεκκλίσεις. Με το πρόσχημα της προστασίας απαξιώνεται κάθε προσωπική επιλογή. Πραγματικά θλίβομαι κάθε φορά που με ρωτούν πότε θα πιάσω μια "κανονική" δουλειά, σίγουρη, θεωρώντας το επάγγελμά μου χόμπι. Κάθε φορά που μου λένε να αγοράσω αυτοκίνητο και να αφήσω τη μοτοσυκλέτα, να φορέσω κουστούμι και να αποκτήσω "ωράριο" και "πρόγραμμα" σαν όλους τους άλλους. Θλίβομαι γιατί εκτός από τις αντικειμενικές δυσκολίες που έχω να αντιμετωπίσω, έχω να υπερασπιστώ και τις επιλογές μου, ακόμα και το δικαίωμά μου στο να κάνω λάθος, το οποίο θεωρώ αναφαίρετο. Η κοινωνία μας είναι φοβισμένη, επιλέγει τη σιγουριά του εξασφαλισμένου από την αβεβαιότητα του αγνώστου. Το να φοβάσαι και να αναζητάς την εξασφάλιση βεβαίως δεν είναι φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας. Το να αναγάγεις όμως αυτή τη συμπεριφορά σε κοινωνική αξία και να απαξιώνεις οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική είναι. Η έξοδος από την παρακμή δεν είναι δυνατόν να έρθει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το να αποδεχτούμε όμως το δικαίωμα της προσωπικής επιλογής και της μοναδικότητας της προσωπικότητας του ανθρώπου είναι ένα πολύ καλό πρώτο βήμα.

Η Ελλάδα βρίσκεται από χρόνια σε κρίση. Η διαφορά είναι πως στις μέρες μας η κρίση αυτή δεν είναι μόνο κοινωνική. Οι σημερινοί, αντίστοιχοι με τους αρχαίους ιππείς των Παναθηναίων, Έλληνες έφηβοι επιλέγουν να μεταναστεύσουν. Ή τουλάχιστον πολλοί από αυτούς ονειρεύονται να το κάνουν. Κι εγώ τη μετανάστευση ονειρεύομαι κι ας έχω πάψει πια να είμαι έφηβος. Τι τραγική ειρωνία, από τη δυτική ζωφόρο, στη δύση. Οι “ιππείς”, αρχαίοι και σύγχρονοι, δε βρίσκονται πια στην Ελλάδα. Δεν υπάρχουν ιππείς εδώ. Κι αν υπάρχουν είναι κρυμμένοι ανάμεσα σε πλήθος “πεζών” ανθρώπων. Πολύς λόγος γίνεται εδώ και χρόνια για τα γλυπτά του Παρθενώνα και όχι άδικα. Όμως αισθάνομαι πως αυτοί οι νέοι, που για πολλές δεκαετίες στολίζουν το Λονδίνο, θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους όταν επιστρέψουν οι αξίες που χάθηκαν απ' αυτή. Θα επιστρέψουν μόνοι τους. Γιατί πατρίδα μας δεν είναι ο φυσικός τόπος, είναι αυτές οι αξίες.

Ας μείνουν λοιπόν στο Λονδίνο ή όπου αλλού θέλουν τέλος πάντων. Στο κάτω κάτω κανείς δε τους ρώτησε αν επιθυμούν να επιστρέψουν. Πως να ρωτήσεις όμως το μάρμαρο, μπορεί να σου απαντήσει; Κι αν δε μπορεί το μάρμαρο, μπορούν οι σύγχρονοι έφηβοι, “ιππείς” ή όχι, να το κάνουν. Κανείς δε τους ρώτησε κι εκείνους. Κανείς δε τους παίρνει στα σοβαρά. Τι θέλουν, τι ελπίζουν, τι θαυμάζουν, τι οραματίζονται; Ας μείνουν στο Λονδίνο, σαν τρόπαιο. Άλλωστε αν όλες οι πάλαι ποτέ αυτοκρατορίες αποσύρουν την πολιτιστική τους κληρονομιά από τις τροπαιοθήκες του Βρετανικού μουσείου, τι θ’ απομείνει να θυμίζει στη γηραιά Αλβιόνα πως υπήρξε μια αυτοκρατορία κι αυτή; Τι θ’ απομείνει να την κάνει να ξεχνά πως οι παλιές αυτοκρατορίες γίνονται προτεκτοράτα των νέων;

Μοιάζουν οι νεοέλληνες με τους Αμερικάνους. Όσο περνούν τα χρόνια μοιάζουν ακόμα πιο πολύ. Κι όσο κι αν τους ζηλεύω, καθώς προείπα, καθόλου δε θέλω να τους μοιάσω. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, δε λέω, μακάριοι κ’ οι Αμερικάνοι, μακάριοι κ’ οι νεοέλληνες. Αλλά να μου λείπει. Προτιμώ να ανακαλύπτω την ταυτότητά μου μόνος μου.

Που βρίσκεται όμως η Ελλάδα σήμερα;”, ρώτησα κάποτε ένα δάσκαλό μου. “Μα εκεί που βρισκόταν πάντα ασφαλώς”, μου απάντησε. Είχε επιστρέψει για λίγο καιρό στην Ελλάδα και βρεθήκαμε στην ακρόπολη. Τι περίεργο, δεν επισκέπτονται οι Έλληνες την ακρόπολη. Ίσως σε κάποια σχολική εκδρομή ή το πολύ πολύ για να συνοδέψουν κανένα φίλο τους από το εξωτερικό που θέλει να τη δει. Όμως ο δάσκαλος ήθελε να βρεθούμε στην ακρόπολη. Αυτή ακριβώς τη συζήτηση είχαμε εκεί. Τι είναι η Ελλάδα δάσκαλε; Η Ελλάδα είναι το διάχυτο Ελληνικό πνεύμα. Έτσι μου είχε πει. Είναι λοιπόν η ιδέα, που επιβιώνει ανά τους αιώνες. Και δεν είναι τυχαίο πως αυτή την άποψη είχαν οι Έλληνες την εποχή της ακμής της Ελλάδας. Πως Έλληνας είναι όποιος αισθάνεται Έλληνας. Όποιος έχει την παιδεία να αισθάνεται Έλληνας. Δεν έχει να κάνει με το αίμα, ούτε με την καταγωγή, έχει να κάνει με την ιδέα, τις αξίες που την αποτελούν και τη γνώση. Είναι μια προσωπική επιλογή. Ούτε η δημοκρατία, ούτε η φιλοσοφία, αλλά η ελεύθερη επιλογή ήταν το κληροδότημα της αρχαίας Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Ο μουσικός της ζούγκλας.


Μια φορά κι ένα καιρό ένα αεροπλάνο έπεσε στη ζούγκλα. Μόνος επιζήσας ένας μουσικός, ο οποίος αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ της πρόσκρουσης, διότι ως γνωστόν σημασία δεν έχει η πτώση, στην προσπάθειά του να απομακρυνθεί από τα συντρίμια, εντόπισε την κιθάρα του μέσα στη θήκη της άθικτη.

Ένιωσε αίφνης παραδόξως μια μικρά ανακούφιση και παίρνοντάς την συνέχισε την προσπάθειά του.

Εν τω μεταξύ διάφορα ζώα της ζούγκλας, από περιέργεια, αλλά και όχι μόνο, είχαν αρχίσει να συρρέουν πέριξ του κατεστραμμένου αεροσκάφους. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα η μυρωδιά του αίματος των αθώων θυμάτων της τραγωδίας αυτή που είχε προσελκύσει τα περισσότερα απο αυτά και δη τα σαρκοβόρα.

Έντρομος ο μουσικός, έπραξε εκείνο που κάθε φορά έπραττε στη ζωή του όταν οι συνθήκες στις οποίες ευρίσκετο δε του ήταν ευχάριστες ή ευνοϊκές. Άρχισε να παίζει μουσική.

Αυτή εξημέρωσε τα ήθη των, αγρίων κατά τα φαινόμενα, ζώων που τώρα βρίσκονταν ήρεμα γύρω του και τον άκουγαν να τραγουδά. Μάλιστα όποιο ζώο προσέρχετο εις τον τόπο έκανε ακριβώς το ίδιο, με αποτέλεσμα ο μουσικός να έχει τελικώς βρεθεί ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου που ευσεβώς επιδίδετο εις την ακρόαση των ασμάτων του.

Αρκετά άσματα αργότερα και ενόσω κλίμα κατανύξεως είχε επικρατήσει, από τα βάθη της ζούγκλας ενεφανίσθη αργοπορημένος λέων, κινούμενος όσο ταχέως του επέτρεπε το εμφανές γήρας του, ο οποίος αγνοών παντελώς τα άλλα ζώα αλλά και τα ακούσματα του μουσικού, έφθασε εις τη θέση που ο τελευταίος εστέκετο και χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό τον εκατασπάραξε μπρός στα έκπληκτα μάτια του ακροατηρίου, που εν αρρύθμω χορώ αυθορμήτως ανεφώνησε

"Το μαλάκα τον κουφό, μας το χάλασε".


Επιμύθιον.

Εάν είστε μουσικός και βρεθείτε στη ζούγκλα, μην ελπίζετε εις την εξημέρωση δια της μουσικής ακροάσεως απάντων των, φαινομενικά έστω, αγρίων ή μη ειδών.

Αι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τους κανόνας αδιακρίτως.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Σοκ και Τ.Ι.Ν.Α.*

Βιώνουμε σήμερα το δόγμα του σοκ σε μεγαλύτερη κλίμακα από ποτέ στην ιστορία. Η συνταγή του θείου Μίλτι, παλιά και δοκιμασμένη, αρχικά στη λατινική Αμερική, την Ευρώπη, αργότερα στις ΗΠΑ, τώρα σε όλο τον κόσμο. Με αφορμή μια φυσική καταστροφή και επιχείρημα την ανάγκη επείγουσας παρέμβασης, αντί να στραφούμε στις υποδομές και να τις ενισχύσουμε, βαλλόμαστε μεθοδικά ώστε να δεχτούμε την αποδόμηση των κοινωνικών θεσμών αρχικά και ως εκ τούτου περαιτέρω εκπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ίδια τη δημοκρατία στη συνέχεια.

Με αφορμή αυτή τη φορά την εξάπλωση μιας μεταδοτικής νόσου, βρισκόμαστε να παρακολουθούμε τις κυβερνήσεις ταμπουρωμένες πίσω από το φόβο του πολιτικού κόστους, τα μέσα ενημέρωσης μπουκωμένα χρήμα να αλυχτούν προπαγάνδα κι εμάς σε πανικό να αναλωνόμαστε σε λεπτομέρειες, ενώ θα έπρεπε να δούμε ξεκάθαρα τη μεγάλη εικόνα. Κάθε απολυταρχικό καθεστώς, από τους αρχαίους τυράννους, τους Αδόλφους και τους Ντούτσε, τους Μπατίστα και τους Πινοσέ, το ίδιο επιχείρημα προβάλλει, την έλλειψη εναλλακτικής, (*Δόγμα T.I.N.A. “There Is No Alternative”). Θυμηθείτε το δικό μας Παπαδόπουλο, για κατασπαραγμό, φαυλοκρατία και κρημνό μιλούσε. Σήμερα βλέπουμε την κυβέρνηση Μητσοτάκη να πράττει ακριβώς το ίδιο. Επιχειρεί να επιβάλλει ως “μόνη λύση” αυταρχικά, ένα άλμα από την καραντίνα στον εμβολιασμό, μη έχοντας κάνει στο μεταξύ απολύτως τίποτα για την ενίσχυση των υποδομών και της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα περιφρονεί και καταπατά συστηματικά τους πολιτειακούς θεσμούς και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αν θέλουμε να λεγόμαστε προοδευτικοί και δημοκράτες, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να δεχτούμε κανενός είδους τέτοιο επιχείρημα μη ύπαρξης εναλλακτικής από κανέναν. Γιατί στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Κι όπου υπάρχουν αδιέξοδα, αυτό καταδεικνύει έλλειμμα δημοκρατίας. Πρέπει συνεπώς να στραφούμε στους θεσμούς.

Ένα οποιοδήποτε εμβόλιο δε θα έρθει εγκαίρως. Τα ισχύοντα πρωτόκολλα ελέγχου τέτοιων σκευασμάτων απαιτούν μια σειρά από συγκεκριμένες χρονοβόρες μελέτες και δοκιμές πριν καταστεί αδιαμφισβήτητη επιστημονικά η ασφαλής χρήση τους σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ποτέ στη σύγχρονη ιστορία κάποιο εμβόλιο ή φάρμακο δε χορηγήθηκε με τη διαδικασία του επείγοντος κι ο λόγος γι αυτό είναι πολύ σοβαρός και συγκεκριμένος. Για να μην προκαλέσει μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ αυτό που θεωρητικά αποπειράται να λύσει. Δε μπορούμε να παίζουμε μ’ αυτά τα πράγματα. Οι θεσμικές διαδικασίες είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να εξαλείφουν το ενδεχόμενο του ανθρώπινου λάθους. Γιατί κ’ οι επιστήμονες άνθρωποι είναι.

Το αφήγημα της υποχρεωτικότητας αντιτίθεται κι αυτό στη διεθνή νομοθεσία, όπως αυτή απορρέει από τη συνθήκη της Νυρεμβέργης, του Οβιέδο, αλλά και του εθνικού μας Συντάγματος, υπό το ίδιο πρίσμα της προστασίας του ανθρώπου από παντός είδους “επείγουσες” παρεμβάσεις και εκπτώσεις. Η χώρα μας δεσμεύεται ρητά από τις διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει, σε σχέση με τη μη υποχρεωτική εφαρμογή οιασδήποτε ιατρικής πρακτικής σε άτομο, χωρίς την πρότερη συγκατάθεσή του. Κάθε τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε σαφή παράβασή τους.

Όμως μη γελιόμαστε, αυτή τη στιγμή μεθοδεύεται ένας μεγαλειώδης εκβιασμός της κοινωνίας. Στα πλαίσια του καλλιεργούμενου πανικού, προωθούνται και προβάλλονται οι ακραίες, ως και υστερικές, απόψεις που προκαλούν κοινωνικό διχασμό. Οποιαδήποτε λογική φωνή αρχικά λοιδορείται και στη συνέχεια συκοφαντείται κατατασσόμενη με συνοπτικές διαδικασίες σε κάποιο από τα δύο άκρα. Οι πολίτες απειλούνται με έμμεσο τρόπο να συναινέσουν στην αποδοχή της παραχώρησης δικαιωμάτων τους, χωρίς σαφή χρονικό ορίζοντα, με αποκορύφωμα την αποδοχή ενός μη αποδεδειγμένα ασφαλούς σκευάσματος, πριν καν αυτό εμφανιστεί στην αγορά, με διάφορους ευφάνταστους τρόπους, πάντα με επιχείρημα την έλλειψη χρόνου και εναλλακτικής λύσης. Προοπτική περιορισμών σε μετακινήσεις, επαγγελματική δραστηριότητα, πρόσβαση σε δομές υγείας, εγγραφές σε σχολεία, κοινωνική συναναστροφή, συνέχιση παντός είδους παράλογων και χωρίς καμιά επιστημονική βάση περιοριστικών μέτρων, προβάλλεται απέναντι σε κάθε επιφύλαξη προς το κυρίαρχο αφήγημα της άνευ όρων συναίνεσης. Κι ενώ αποδεχόμαστε ως απαράδεκτη τη βίαιη επιβολή πάσης ιατρικής πρακτικής, δεν αναγνωρίζουμε ως βια τον παραπάνω εκβιασμό.

Όλα τα προηγούμενα αποτελούν κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών εγγενών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας, της ισότητας, της ελευθερίας, της ασφάλειας, της ισονομίας, της ιδιωτικότητας, της έκφρασης, της εκπαίδευσης, της υγείας, της εργασίας, της μετακίνησης. Προσωπικά έχω κάνει εμβόλια για τον τύφο, τον κίτρινο πυρετό, την ηπατίτιδα β’, καθώς επίσης όλα τα απαραίτητα εμβόλια ως παιδί και έφηβος, μαζί με τα στρατιωτικά. Το παιδί μου επίσης, όσα αναλογούν στην ηλικία του. Δε θα δεχόμουν όμως ποτέ ένα εμβόλιο που δεν έχει ελεγχθεί σύμφωνα με τα διεθνή πρωτόκολλα που ισχύουν μέχρι σήμερα και δε θα δεχόμουν ποτέ την επιβολή του σε κανένα άνθρωπο. Επίσης δε μπορώ να δεχτώ όσους παράλογους και αβάσιμους περιορισμούς μου έχουν δια της βίας μέχρι τώρα επιβληθεί. Οποιαδήποτε διασύνδεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων με οποιοδήποτε πιστοποιητικό συνιστά αυτόματα δυστοπία, στην οποία αρνούμαι να συμμετέχω, πόσο μάλλον να την υποστηρίξω κι όλας. Να μην επιστρέψουμε στην εποχή των πιστοποιητικών κοινωνικών ή άλλων φρονημάτων.

Επιστροφή στους θεσμούς λοιπόν. Ενίσχυση των δομών υγείας, παιδείας, δικαιοσύνης και παραμονή στο διεθνή θεσμοθετημένο στρατηγικό σχεδιασμό αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων απαρρέκκλιτα και με ψυχραιμία. Αυτό δηλαδή που οι Άγγλοι περιγράφουν με την έκφραση “Stick to the plan”. Ενός σχεδίου διαμορφωμένου μέσα από την παγκόσμια εμπειρία πολλών δεκαετιών και τα στοιχεία αμέτρητων δοκιμών και λαθών. Ο σεβασμός στα πρωτόκολλα, τις διαδικασίες ασφαλείας και τις συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούσε πάντοτε το λαμπρότερο και ασφαλέστερο φάρο. Μετά τη λήξη του συναγερμού μπορούμε να αναθεωρήσουμε το σχέδιο με βάση τη νέα εμπειρία. Οποιαδήποτε παρέκκλιση πριν όμως έχει αποδειχτεί ιστορικά σε όλες τις περιπτώσεις μοιραία.

Keep calm and carry on.

Η δημοκρατία σήμερα δέχεται επίθεση παγκοσμίως περισσότερο από ποτέ τις τελευταίες δεκαετίες. Αμφισβητείται και αποδομείται συστηματικά. Είναι απαραίτητο λοιπόν να στηρίξουμε τη δημοκρατία ξεκινώντας από τα καθ’ ημάς. Γιατί αν δε τη φυλάττουμε εμείς ως πολίτες, ποιος θα το κάνει? Και πρέπει να το κάνουμε από μέσα, τηρώντας τις διαδικασίες ευλαβικά. Μας το δίδαξε ο Δημοσθένης όταν έγραψε το όνομά του στο όστρακο, το είδαμε στις πρόσφατες Αμερικανικές εκλογές, το ζούμε στη δική μας χώρα καθημερινά, πως ακόμα και η υποψία μη τήρησης της νομιμότητας προσβάλλει ανεπανόρθωτα τον πυρήνα της δημοκρατίας. Η γυναίκα του Καίσαρα δε φτάνει να είναι τίμια, οφείλει να φαίνεται και ως τέτοια. Δεν υπάρχει δικαιολογία για το αντίθετο.

Ζούμε τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας, όχι της συζύγου του Ιουλίου Καίσαρα, αλλά μεταφορικά, όσο αφορά στον καπιταλισμό και στο νεοφιλελευθερισμό. Οι πολιτικοί συσχετισμοί έχουν αλλάξει άρδην. Μετά από αιώνες ολόκληρους το σχήμα του ρήτορα και του πλήθους των ακροατών υπό αυτόν έχει αντιστραφεί, με το πλήθος επιτέλους να ρητορεύει. Η ρητορική αυτή είναι πηγαία, ειλικρινής και αυθεντική. Στο νέο σχήμα η Πομπηία Σύλλα βρίσκεται στην κορυφή της συγκλήτου και το πλήθος σε αυτή του Καίσαρα. Για την ιστορία, να πούμε ότι η περίφημη φράση περί τιμιότητας ειπώθηκε μετά από διαζύγιο. Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι λοιπόν. Αμήν.


 

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Πως πέρασα στις διακοπές.

Οι διακοπές για ‘μένα ήταν πάντοτε μια πολυτέλεια. Θυμάμαι τον εαυτό μου να δουλεύει μέσα στη ζέστη τα περισσότερα καλοκαίρια της ζωής μου. Φέτος δεν είχα δουλειά, έτσι αποφάσισα να κάνω στην οικογένεια και τον εαυτό μου ένα μικρό δώρο. Ακολούθησα τη συμβουλή δύο καλών φίλων, του Διονύση και της Άλκηστης, τους οποίους ξεκινήσαμε να συναντήσουμε σε κάποιο κάμπινκ της Μάνης. 

“Έλα, είναι πολύ οικονομικό. Έχει κι ένα ποταμάκι που βγαίνει ακριβώς μπροστά στην παραλία κι όλοι αμολάνε τα πιτσιρίκια τους εκεί και παίζουν. Μην πας και μπλέξεις με νησιά, καράβια και μάσκες, κρίμα είναι.”.

Ήταν ακριβώς έτσι. Μια μεγάλη έκταση με αλμυρίκια, ένα μαγαζάκι για καφέ, το ποταμάκι με αμέτρητα πιτσιρίκια μέσα και μια υπέροχη παραλία με κάτασπρα βότσαλα. Ο ιδιοκτήτης ήταν πολύ χαλαρός, τον ρώτησα που μπορούσα να στήσω τη σκηνή μου και μου είπε να τη στήσω όπου μου άρεσε. Τον ρώτησα που μπορούσα να τον βρω για να του δώσω τα στοιχεία μου και φεύγοντας με το ποδήλατό του μου είπε να μην αγχώνομαι. Ήπια ένα σωστό φραπέ, έκανα τη βουτιά μου και το βράδυ ξάπλωσα να κοιμηθώ έχοντας ένα χαμόγελο μακαριότητας στα χείλη καθώς ο βραδυνός αέρας έφερνε στ’ αυτιά μου γλυκές μελωδίες Bad Religion και Dead Kennedys από το καφενείο του κάμπινκ δίπλα στην παραλία.


Οι μέρες κύλισαν όμορφα, ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν. Κάναμε το μπάνιο μας τρις ημερησίως στη θάλασσα, τρώγαμε ελαφρά σε κοντινά μαγαζάκια της περιοχής, εξερευνούσαμε τις διπλανές παραλίες, απολαμβάναμε τον καφέ μας, ο μικρός πλατσούριζε αδιαλείπτως στο ποταμάκι φτιάχνοντας πύργους στις όχθες με τους νέους φίλους του, η Κωσταντίνα χαλάρωνε με την Άλκηστη κι εγώ έκανα πολιτικές συζητήσεις με το Διονύση. Πόσο μου είχε λείψει όλο αυτό. Και περισσότερο απ’ όλα ο καφές, ένας σωστός καλοφτιαγμένος καλοκαιρινός φραπές. Πήξαμε στα φρέντο μωρ’ αδερφάκι μου.


Ήταν το μεσημέρι μια μέρα πριν φύγουμε. Σηκωθήκαμε από το τραπέζι να πάμε στη σκηνή ν’ αλλάξουμε. Ο γιός μου με παρακάλεσε να μείνει άλλα πέντε λεπτά, είχαν βαλθεί μ’ ένα φίλο του να κατασκευάσουν σκαλοπάτια στην όχθη του ποταμού. Δε θέλησα να του χαλάσω το χατήρι κι έτσι έμεινα να τον περιμένω λίγο ακόμα. Τα δυό παιδάκια συνεργάζονταν άψογα, ο ένας έσκαβε μ’ ένα πλαστικό φτυαράκι κι ο άλλος κουβαλούσε νερό μ’ ένα παιχνίδι ποτιστήρι. Είχε μεγάλη πλάκα, ήταν τόσο συγκεντρωμένα στο έργο τους, αισθάνονταν σα να κατασκεύαζαν τη γέφυρα Ρίου-Αντιρίου. Την ευτυχία τους διέκοψε μια κοπελίτσα λίγο πάνω από τα είκοσι, η οποία μόλις έφτασε στον τόπο του εγκλήματος άρχισε να τους λέει πως δεν έπρεπε να το κάνουν αυτό γιατί κατέστρεφαν την όχθη και λέρωναν το ποτάμι. Τα παιδάκια φυσικά την αγνόησαν, όμως πολύ σύντομα μπήκε στο παιχνίδι και ο φίλος της που άρχισε να τους λέει τα ίδια. Τα παιδάκια τους κοιτούσαν με απορία, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς τους έλεγαν, ενώ η κοπέλα κάθισε πάνω στα σκαλοπάτια που μέχρι εκείνη τη στιγμή έσκαβαν για να τα εμποδίσει.


Η κατάσταση κλιμακώθηκε γρήγορα όταν το νεαρό ζευγάρι ζήτησε το λόγο από τον παππού του παιδιού που έπαιζε με το γιο μου, λέγοντάς του πως έπρεπε να ντρέπεται γιατί επέτρεπε στα παιδιά να καταστρέφουν το περιβάλλον. Ήταν ένας ψηλός αδύνατος κύριος γύρω στα εβδομήντα, που πολύ ήσυχα προσπάθησε να τους εξηγήσει πως τα παιδάκια δεν έκαναν κάτι κακό κι ως εκ τούτου δεν είχε καν το δικαίωμα να τα διακόψει. Το νεαρό ζεύγος άστραψε και βρόντηξε περιγράφοντας την κατάσταση περίπου σα την καταστροφή του Αμαζονίου και το βίαιο εκτοπισμό των αυτόχθονων ιθαγενών του από τις πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρίες, λέγοντας πως το ποταμάκι έκρυβε στις όχθες του πολύτιμο άργιλο, πως τα παιδιά σπαταλούσαν αυτό το σπάνιο φυσικό πόρο σκάβοντας, λέρωναν το νερό, άλλαζαν τη ροή του ποταμού και άλλα τέτοια φαιδρά.


Κοίτασμα ιαματικού αργίλου βεβαίως δεν υπήρχε παρά μόνο στη φαντασία τους. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές πως επρόκειτο για το πολύ λεπτό γκρίζο χώμα της περιοχής, που όταν ήταν βρεγμένο σχημάτιζε λάσπη που έμοιαζε στην υφή με πηλό. Ούτε και κάποιο σπάνιο είδος γαιοσκώληκα διέκρινα μέσα του. Ο δε περίφημος ποταμός, πλάτους περίπου πέντε μέτρων, όπως με είχε πληροφορήσει νωρίτερα ο Διονύσης, κάθε χρόνο εξέβαλε και σε διαφορετικό σημείο της παραλίας. Ήρθαν στο μυαλό μου εικόνες αποστεωμένων ρακένδυτων παιδιών στην Αφρική και τη Δυτική Ασία, να εξορύσουν υπό την απειλή καλάσνικοφ λίθιο για τις μπαταρίες έξυπνων κινητών τηλεφώνων ηλίθιων ανθρώπων, που κόπτονται για το φυσικό περιβάλλον την ίδια στιγμή που η μόνη σχέση που έχουν με αυτό είναι οι δεκαπέντε μέρες το χρόνο που περνούν σε κάποιο Ρούκουνα. Αισθάνθηκα το μέγεθος της γελοιότητας που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια μου και με κατέβαλε μια απέραντη αμηχανία.


Αφού ξεπέρασα την πρώτη κρυάδα το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα να μην επέμβω. Ο καλός παππούς ενοχλημένος μεν, με Βουδιστική ηρεμία δε, ήλεγχε την κατάσταση προσπαθόντας να τους εξηγήσει πως όλα όσα του έλεγαν ήταν εντελώς παράλογα. Αισθάνθηκα πως οποιαδήποτε παρέμβαση εκ μέρους μου μάλλον θα έκανε τα πράγματα χειρότερα δίνοντας επιπλέον σημασία στο ασήμαντο και δεν είπα τίποτα. Η ώρα είχε ήδη περάσει, οπότε κινήθηκα προς το μέρος του παππού, του έσφιξα το χέρι και τον ευχαρίστησα.


Κύριέ μου, είστε η φωνή της λογικής. Δυστυχώς έχει επικρατήσει παντού η υστερία.”


Στη συνέχεια πήρα από το χέρι τον εντελώς απορημένο γιό μου για να φύγουμε. Το αστείο έμοιαζε να είχε τελειώσει, όμως δεν πρόλαβα να κάνω δυό βήματα και προς έκπληξή μου είδα ένα μουσάτο εξηντάρη που είχε στήσει τη σκηνή του έξω από το κάμπινγκ και πουλούσε ελιές και μέλια σ’ ένα τραπεζάκι μπροστά στο καφενείο, μαζί με μια ξερακιανή εμμηνόπαυση παρόμοιας ηλικίας, να κινούνται απειλητικά προς το μέρος μας. Άρχισαν αίφνης όλοι μαζί με αρχηγό το μουσάτο να φωνάζουν στον παππού, λέγοντας του πως είναι υπέυθυνος αυτός και κάτι σα του λόγου του για την κατάντια της κοινωνίας, την καταστροφή του περιβάλλοντος, ίσως και για την επικράτηση του παγκόσμιου καπιταλισμού, δεν ενθυμούμαι καλώς, επειδή δε βάζει όρια στα παιδιά με αποτέλεσμα αυτά να γίνονται κακομαθημένα.


Ο κλασικός μαλάκας γεροφρικιός που έρχεται να σε βρεί στην άκρη του κόσμου να σου πρήξει τ’ αρχίδια, για να ικανοποιήσει την άσβεστη επιθυμία του να παραστήσει με κάθε ευκαιρία το φύλαρχο και να σου πάρει την τελευταία σκιά της παραλίας, επειδή μόνο αυτός κατά τα λεγόμενά του κατέχει τη γνώση να τη διαχειριστεί ορθά ώστε να μη διαταραχθεί η ισορροπία του σύμπαντος, ο δορυφόρος του γεροφρικιού, η πιτσιρίκα που είχε την ακατανίκητη παρόρμηση να βροντοφωνάξει περίτρανα πως είναι η μαχητικότερη ακτιβίστρια της νότιας Πελοποννήσου και φυσικά ο γκόμενός της που έπρεπε κι αυτός μάνι μάνι να βρεί ένα τρόπο να παραστήσει τον άντρα, όλοι μαζί προπυλάκιζαν ένα ήρεμο άνθρωπο που υπερασπιζόταν το προφανές.


Εκεί δεν άντεξα, έβαλα τις φωνές.


Ρε πάτε καλά? Δε ντρέπεστε που την πέσατε όλοι μαζί στον άνθρωπο?


Φυσικά ο μουσάτος έστρεψε τα πυρά του κατ’ ευθείαν σ’ εμένα.


-Αφήνετε τα κακομαθημένα σας να καταστρέφουν το περιβάλλον.

-Ποιό περιβάλλον καταστρέφουν?

-Καταστρέφουν την κοίτη του ποταμού.

-Ποιά κοίτη ρε φίλε? Με την πρώτη βροχή δε θα υπάρχει κοίτη.

-Που το ξέρεις εσύ? Εγώ έρχομαι εδώ τριάντα χρόνια. Δε σε είδα πέρισυ.

-Παίξαν τα παιδιά με το χώμα και κάνετε λες και βάλανε φωτιά στο δάσος.

-Εκεί θα φτάσουν στο τέλος έτσι που τα κακομαθαίνετε. Δε σέβονται τίποτα.

-Είστε εγκεφαλικά νεκρός κύριε. Αν το πιστεύετε αυτό, είστε εγκεφαλικά νεκρός. Λυπάμαι, δε μπορώ να συνεχίσω.


Τους άφησα πίσω μου να γαυγίζουν σα τα σκυλιά. Το μουσάτο για την κοίτη και τα δάση, τη γριά για τα όρια στα παιδιά, την πιτσιρίκα για τους φυσικούς πόρους και το δικό της για κάτι παρόμοιο.


Το περιστατικό με προβλημάτισε, όχι γιατί βρέθηκα μπροστά σε ηλίθιούς, αλλά γιατί τελευταία αυτό μου συμβαίνει όλο και συχνότερα. Θυμήθηκα κάτι που είχε πει ο Ουμπέρτο Έκο.


«Έδωσαν δικαίωμα λόγου σε λόχους ηλιθίων οι οποίοι προηγουμένως δεν μιλούσαν παρά σε μπαρ, μετά από ένα ποτήρι κρασί. Τότε δεν έκαναν κακό στους υπόλοιπους. Εκεί κάποιος τους έκοβε την κουβέντα, ενώ τώρα έχουν το ίδιο δικαίωμα να μιλούν όσο κι ένα βραβείο Νόμπελ».


Ο Έκο βέβαια αναφερόταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ίσως όμως τελικά τα μέσα να μην είναι το πρόβλημα αλλά το περιβάλλον στο οποίο το πρόβλημα είναι περισσότερο ορατό. Το περιστατικό που έζησα δε συνέβη σε κανένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, αλλά σε φυσικό χώρο, παρουσία πολλών ανθρώπων, εκ των οποίων κανείς δεν πήρε θέση. Κανείς δεν έκοψε την κουβέντα στους ηλίθιους, παρότι έκαναν κακό στους υπόλοιπους με την ηλιθιότητά τους. Και μπορεί κανείς, όσο κι αν διαφωνεί μαζί τους, να υπερασπίζεται μέχρι θανάτου το δικαιωμά τους να λένε την άποψή τους, όμως δεν πρέπει να ξεχνά πως η ελευθερία του καθενός τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων. Επίσης δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να υπερασπίζεσαι μέχρι θανάτου το δικαίωμα κάποιου να λέει μαλακίες. Διότι αν δεν έχεις τη στοιχειώδη λογική να διακρίνεις ποιός λέει μαλακίες, αυτό ακριβώς θα συμβεί.


Μέχρι κάποια εποχή ήταν κοινή λογική το γεγονός ότι το περιβάλλον δε διέτρεχε κανένα απολύτως κίνδυνο από παιδάκια που παίζουν σ’ ένα ποταμάκι σκάβοντας. Η κοινή λογική όμως έχει πάει περίπατο, οι απανταχού ηλίθιοι έχουν αποκτήσει άποψη επί παντός επιστητού και η ελευθερία μετατράπηκε σε ελευθεριότητα, στο όνομα της οποίας φτάσαμε να καταπιέζουμε τον εαυτό μας μη τυχόν και άθελά μας καταπιέσουμε κάποιον ηλίθιο. Θεωρήσαμε προοδευτική την ιδέα να δώσουμε δικαίωμα λόγου στον κάθε μαλάκα και τώρα το πληρώνουμε πολύ ακριβά. Όλες οι κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών, ανθρώπινα δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες, ελευθερία της έκφρασης, ισότητα, προστασία του περιβάλλοντος, καθετί προοδευτικό, φαίνεται σα να εκφράζεται μέσω της υστερίας ανθρώπων που δεν έχουν ιδέα τι είναι αυτό για το οποίο μιλούν, αφού οι άναρθρες κραυγές τους υπερκαλύπτουν κάθε λογικό συλλογισμό. Και το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι ότι όλοι αυτοί μας πρήζουν τα μέζεα, αλλά ότι η συμπεριφορά τους οδηγεί τις κοινωνίες μας σένα ολοένα αντιδραστικότερο συντηρητισμό, ιδίως τις νεότερες γεννιές. Αυτή είναι και η χρησιμότητα όλων αυτών των ηλιθίων, οι προοδευτικές απόψεις να ταυτίζονται στη συνείδηση της κοινής γνώμης με την υστερία τους και στο τέλος αυτό που ακούγεται από την άλλη πλευρά να είναι, “Ρε άντε γαμηθείτε”, όχι απέναντι στην ηλιθιότητα βεβαίως αλλά απέναντι σε κάθε προοδευτική σκέψη.


Ειλικρινά δεν έχω ιδέα πως να διαχειριστώ όλη αυτή την κατάσταση. Οι περισσότεροι φίλοι μου με συμβουλεύουν να μην ασχολούμαι, να μη χαλάω τη ζαχαρένια μου, πως ο κόσμος δεν αλλάζει, πως ηλίθιοι θα υπάρχουν πάντα για να κάνουν τη ζωή μας χειρότερη. Πολλές φορές επιλέγω να φύγω, να μην ασχοληθώ. Άλλες πάλι δεν αντέχω, βάζω τις φωνές. Εγώ χαλιέμαι, εγώ γίνομαι κακός. Ίσως πάλι εγώ να είμαι ο ηλίθιος κι αυτοί μια χαρά προοδευτικοί άνθρωποι που θέλουν το καλό της κοινωνίας. Ίσως τελικά εγώ να είμαι ο συντηρητικός. Έχω αρχίσει να αμφιβάλλω και για τον ίδιο μου τον εαυτό.


Όμως δεν αντέχω άλλο την υστερία. Και δε την αντέχω γιατί τελευταίως έχει αρχίσει να παίρνει βιβλικές διαστάσεις παγκοσμίως. Τις προάλες έβλεπα ένα βίντεο με τρείς κοπέλες που καθάριζαν τον τοίχο ενός κτηρίου στην Ουάσινκτον, που κάποιος είχε γράψει πάνω του BLM. Μια υστερική φωνή ακούστηκε πίσω από τη συσκευή που κατέγραφε την εικόνα. Ζητούσε το λόγο από τις κοπέλες που καθάριζαν το σύνθημα κατηγορώντας τες πως δε νοιάζονταν για τις ζωές των μαύρων. Αναρωτήθηκα αν η ίδια φωνή θα καθάριζε το ίδιο σύνθημα από τον τοίχο του σπιτιού της ή θα το άφηνε ως ένδειξη συμπαράστασης. Αναρωτήθηκα από πότε ο καθαρισμός ενός συνθήματος συνιστά απαραίτητα πολιτική πράξη. Αναρωτήθηκα από πότε η υστερία αποτελεί ένδειξη ακτιβισμού.

 

Τώρα πάω να φάω γιαούρτι ν' ασπρίσω γιατί μαύρισε η ψυχή μου.

Ο Kazabubu... 

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Μακρύ το αφήγημα περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πολύ ωραία ιδέα υπήρξε κατά τη δεκαετία του εξήντα και αργότερα του εβδομήντα, όταν οι δυτικές χώρες αισθάνθηκαν την καυτή ανάσα του ΟΠΕΚ στο σβέρκο τους με την πετρελαϊκή κρίση. Ακόμα καλύτερη όταν όλοι μαζί ζήσαμε το δυστύχημα του Τσερνομπίλ. Καλή ιδέα παραμένει και σήμερα για όλους αυτούς τους λόγους και για ακόμη περισσότερους που προστέθηκαν κατά τον ρουν της ιστορίας και των γεγονότων. Όμως όσο καλή κι αν είναι αυτή η ιδέα, παραμένει ιδέα. 
 

Όσο κι αν έχουν επεκταθεί τα δίκτυα ανανεώσιμων πηγών σήμερα, όσο κι αν ο ρυθμός επέκτασής τους τείνει να αυξάνεται, αυτές δεν αποτελλούν πανάκεια. Πολύ απλά διότι η υπάρχουσα τεχνολογία τους είναι τέτοια, που δεν αρκεί για την πλήρη απεξάρτησή μας από τις θερμικές μονάδες παραγωγής. Τα δίκτυα διανομής συνεχίζουν να εξαρτώνται από τις θερμικές μονάδες, που λειτουργούν παράλληλα με τις ανανεώσιμες πηγές, είτε αυτές είναι πυρηνικές, είτε πετρελαϊκές, είτε φυσικού αερίου, είτε λιγνιτικές. Αυτό αποδείχθηκε χωρίς αμφιβολία με το τελευταίο πρόσφατο ενεργειακό blackout που συνέβη στη Μεγάλη Βρετανία.

Δε θα εξετάσω εδώ επιχειρήματα που λένε πως η υπάρχουσα τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών, είναι αυτή τη στιγμή ασύμφορη οικονομικά, πως το ενεργειακό ισοζύγιο που προκύπτει είναι ασταθές, πως το περιβαλλοντικό τους ισοζύγιο είναι αρνητικό, ρυπαίνουν και καταστρέφουν το περιβάλλον περισσότερο δηλαδή, απ’ όσο συνολικά το ωφελούν. Απέναντι σε τέτοια επιχειρήματα, στο βαθμό που αυτά ενδεχομένως ισχύουν, θα δεχθώ εκείνο που λέει πως, μπορεί η υπάρχουσα τεχνολογία να μην είναι όσο αποτελεσματική θα θέλαμε, αλλά αν συνεχίσουμε να επενδύουμε στην εξέλιξή της, κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον θα επιτύχουμε παραγωγή ενέργειας με συνολικά, σημαντικά χαμηλό κόστος, οικονομικό και περιβαλλοντικό.

Σε αυτή την περίπτωση αξίζει βεβαίως να συνεχίσουμε να επενδύουμε σε αυτές τις τεχνολογίες. Όμως τι γίνεται με το ζήτημα των οικονομικών πόρων μιας τέτοιας επένδυσης? Και μάλιστα εν μέσω μιας πρωτοφανούς μακράς παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Που μπορούν να βρεθούν αυτοί οι πόροι για να καταστεί εφικτή η περαιτέρω εξάπλωση των δικτύων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας? Σε αυτό το σημείο θα συμφωνήσω με την πρόταση του κυρίου Βαρουφάκη, περί χρήσεως των “λιμναζουσών” Ευρωπαϊκών καταθέσεων για την έρευνα, εξέλιξη και εγκατάσταση δικτύων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Απ’ όσες απόψεις έχουν φτάσει μέχρι σήμερα στ’ αυτιά μου, είναι ομολογώ, αυτή που μου έχει φανεί πιο ενδιαφέρουσα. Είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία επανεκίνησης της Ευρωπαϊκής οικονομίας, από κεφάλαια που παραμένουν εγκλωβισμένα στο επενδυτικό αδιέξοδο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί, εντείνοντάς το μάλιστα δια της ακινησίας τους, αφού καθιστούν την κρίση ρευστότητας στην Ευρώπη ακόμη βαθύτερη. Είναι όντως απαραίτητη η άμεση κίνησή τους, ακόμα και στην περίπτωση, πιθανής εν τέλει, αποτυχίας των επενδύσεων στις οποίες θα διοχετευτούν, αφού στο μεταξύ το προϊόν που θα έχει παραχθεί θα έχει σώσει την οικονομία από την κατάρευση. Αν για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή βιομηχανία αυτή τη στιγμή, έχει απόλυτη ανάγκη να συνεχίσει να παράγει δίκτυα ΑΠΕ για να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας που αυτά απαιτούν, θα είχε πολύ ενδιαφέρον να τους δώσουμε διέξοδο, αποδεχόμενοι αυτά τα δίκτυα, προσφέροντάς τους την αλληλεγγύη που λείπει περισσότερο από ποτέ σήμερα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.

Εκείνο που μένει να διευκρινηστεί βεβαίως, είναι οι όροι μιας τέτοιας επένδυσης. Υπέρ ποίου και σε ποιό ποσοστό, είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Άλλωστε οι περισσότερες οικονομικές συμφωνίες ιστορικά, στη μοιρασία χάλασαν. Διότι και η Νιγηρία, για παράδειγμα, διαθέτει μεγάλα πετρελαϊκά κοιτάσματα, δεν είδα όμως κανένα Νιγηριανό να ωφελείται από αυτά. Το αντίθετο θα έλεγα. Με βάση ποιό καθεστώς λοιπόν μπορούμε να εξασφαλίσουμε πως μια τέτοια κίνηση θα είναι επωφελής για όλους? Αυτό είναι κάτι που πρέπει να ξεκαθαριστεί άμεσα. Είτε στα πλαίσια μιας Ευρωπαϊκής πολιτικής είτε στα πλαίσια της εθνικής μας πολιτικής. Αντ’ αυτού εφαρμόζονται αυτή τη στιγμή πρακτικές με εντελώς αντίθετο πνεύμα. Βλέπουμε συνεχώς κατεπείγουσες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και νομοσχέδια αναπτυξιακά ή περιβαλλοντικά, που καμιά άλλη σχέση δεν έχουν με την ανάπτυξη ή το περιβάλλον, πέρα από τον τίτλο τους.

Προσωπικά αρνούμαι να δεχτώ ένα νόμο ως αναπτυξιακό, όταν δεν εξασφαλίζει στο ελάχιστο την ανάπτυξη της χώρας η οποία τον ψηφίζει. Αρνούμαι να δεχτώ ένα νόμο ως περιβαλλοντικό όταν με κανένα τρόπο δεν εξασφαλίζει, επί της ουσίας, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Όταν με το χαρακτηρισμό της στρατηγικής επένδυσης για παράδειγμα, ανοίγονται δρόμοι σε δασικές ή αναδασωτέες περιοχές. Όταν με το πρόσχημα της οικονομικής ανάκαμψης, κατατίθεται σχέδιο νόμου προς ψήφιση, που προβλέπει αυτόματη έκδοση οικοδομικών αδειών για μεγάλα κτήρια, νομιμοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων αυθαιρέτων, ανεξέλεγκτες έρευνες για κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ακόμα και εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε προστατευόμενες περιοχές ή ζώνες υψηλής παραγωγικότητας. Αρνούμαι να δεχτώ πως είναι ωφέλιμη η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος σήμερα, ώστε αυτό να προστατευτεί αύριο. Προσβάλλουν τη νοημοσύνη μου ως πολίτη όλα αυτά και την αξιοπρέπειά μου ως άνθρωπο.

Δεν είναι δυνατόν να παραχωρούμε γη και ύδωρ σε ιδιώτες με σκιώδεις διασυνδέσεις και αμφίβολλες προθέσεις, που με πρόσχημα την προστασία του περιβάλλοντος σκοπεύουν ξεκάθαρα να το καταστρέψουν και ουδένα σεβασμό τρέφουν για το δημόσιο ή το ιδιωτικό συμφέρον, πέρα από το δικό τους οικονομικό συμφέρον. Δεν είναι δυνατόν η Ελληνική βουλή να νομοθετεί και τα Ελληνικά δικαστήρια να εκδίδουν αποφάσεις υπέρ τους, αγνοόντας διεθνείς νόμους και συμβάσεις, αγνοόντας εθνικούς νόμους, θεσμούς και υπηρεσίες.

Χαρακτηριστικά αναφέρω τη δικαστική απόφαση υπέρ εταιρίας ΑΠΕ για εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε ιδιωτική δασική έκταση, παρά τους όρους επέμβασης της πράξης του τοπικού δασαρχείου που επιβάλλουν τη συναίνεση των φερόμενων ιδιοκτητών για τα τμήματα δασικού χαρακτήρα, παρά απόφαση του ΣτΕ η οποία αναφέρει σαφώς ότι απαγορεύεται η υπέρ ιδιωτών απαλλοτρίωση των δασών και δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου, ιδιωτικού δικαίου και ΟΤΑ.

Δεν είναι δυνατόν να συζητούμε περί εγκατάστασης φωτοβολταϊκών σε περιοχές που παράγουν τρόφιμα, εν όψει πιθανότατης σοβαρής επισιτιστικής κρίσης.

Δεν είναι δυνατόν να συζητούμε για έργα υποδομής χωρίς συμμετοχή μας, έστω και μερικώς, στην παραγωγική διαδικασία. Διότι πολύ απλά δε λέγεται ανάπτυξη ή επένδυση, η κατασκευή μιας υποδομής με μέγιστη διάρκεια ζωής τα είκοσι χρόνια, αν η κατασκευή δε γίνεται εξολοκλήρου από εσένα. Λέγεται κατασκευή χρέους.

Για την ιστορία να προσθέσουμε πως οι μόνοι που κατάφεραν να παράξουν μαζικά φθηνή ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές ήταν οι Σοβιετικοί με τα υδροηλεκτρικά, σαν αποτέλεσμα της εξίσωσης Σοσιαλισμός = Σοβιέτ + Εξηλεκτρισμός. Το πρόβλημα στην περίπτωσή τους ήταν το περίσσευμα ενέργειας  το οποίο διοχέτευαν στην παραγωγή αλουμινίου, το οποίο συσώρευαν για δεκαετίες. Είχε πολύ μεγάλη πλάκα όταν αμέσως μετά την πτώση του τοίχους του Βερολίνου η Audi άρχισε να κατασκευάζειαμαξώματα εξ' ολοκλήρου από αλουμίνιο. Είμαι σίγουρος πως αν ρωτήσει κάποιος ένα από εκείνα τα αμαξώματα "Κακ Τζελά", θα του απαντήσει "Χαρασό".

Τώρα πάω να φάω γιαούρτι ν' ασπρίσω.

Ο Καζαμπούμπου

Θέμης Αγγελόπουλος.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Καλά στέφανα.

Γνώρισα την Κωσταντίνα την εποχή που είχα φύγει από την Αθήνα και ζούσα στα Λεχαινά. Η Αθήνα είχε τελειώσει για ‘μένα κι όσο κι αν προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως ίσως με κάποιο τρόπο ξαναγύριζα, βαθιά μέσα μου ήξερα πως αυτό ήταν μάλλον απίθανο να συμβεί. Την αγαπούσα την Αθήνα, είχα ζήσει εκεί πολύ όμορφες στιγμές, ήταν σημαντικός τόπος για μένα. Όμως δεν είχα δουλειά και δε μπορούσα να συντηρήσω τον εαυτό μου. Η οικονομική κρίση ήταν πλέον μια παγιωμένη κατάσταση, οπότε μετά από δεκαπέντε σχεδόν χρόνια πήρα την απόφαση να φύγω. Μετακόμισα στο παλιό πατρικό σπίτι του πατέρα μου που ήταν πλεον άδειο. Δεν είχα κάποιο σχέδιο, σκεφτόμουν να περάσω απλώς τους καλοκαιρινούς μήνες εκεί και να σκεφτώ τι θα έκανα αργότερα. Το καλοκαίρι τελείωσε κι εγώ παρέμεινα.
Με κάποιο περίεργο και καρμικό τρόπο βρέθηκα να παραδίδω μαθήματα ανάλυσης κειμένου και απόδοσης θεατρικού αναλογίου στην Παπαχριστοπούλειο βιβλιοθήκη της Αμαλιάδας. Μια από της μαθήτριές μου ήταν και η Κωσταντίνα. Παρά ένα μήνα συνομήλική μου, δίδασκε ως θεολόγος σε ένα κοντινό γυμνάσιο. Διέκρινα με την πρώτη ματιά πως επρόκειτο περί αυθεντικού και πηγαίου πνεύματος αντιλογίας, μου άρεσε κι όλας, οπότε μετά από λίγες κατ’ ιδίαν συναντήσεις βρέθηκα για ένα σαββατοκύριακο στο σπίτι της κι έμεινα εκεί έξι μήνες. Το πράγμα προχωρούσε μεταξύ μας οπότε αποφασίσαμε, για οικονομικούς κυρίως λόγους, να μετακομίσουμε στο δικό μου σπίτι. Ήταν άλλωστε πλέον προφανές πως θα μέναμε για αρκετό καιρό μαζί.
Δεν είχαν περάσει λίγοι μήνες ακόμα όταν μου ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος. Το νεο με σάρωσε στην κυριολεξία, με βρήκε εντελώς απροετοίμαστο. Ήμουν άνεργος, άφραγκος, χωρίς κανένα σχέδιο για το τι θα έκανα στη ζωή μου, χωρίς κάποια εναλλακτική και μάθαινα πως θα γινόμουν πατέρας. Δεν ειχα ιδέα πως θα το διαχειριζόμουν αυτό, τι θα έκανα, πως θα το έκανα, δεν ήξερα καν πως έπρεπε να αντιδράσω. Η Κωσταντίνα όμως με μια χαρακτηριστική και αξιοζήλευτη ψυχραιμία απλούστευσε τα πράγματα με τρόπο εξίσου σαρωτικό.
Σε λίγα χρόνια θα είμαι σαράντα. Ευκαιρία να κάνω παιδί ίσως να μην έχω άλλη. Εγώ θα το κρατήσω. Εσύ τώρα, είσαι ελεύθερος να κάνεις ό, τι θέλεις. Μπορείς να μείνεις και να το μεγαλώσουμε μαζί ή μπορείς να φύγεις. Θα μου το πεις τώρα όμως για να ξέρω κι εγώ τι θα κάνω.”
Τόσο απλά, καθαρά και ξάστερα, εννοούσε όσα έλεγε μέχρι τελευταίας πνοής.
Σκέφτηκα τον Οδυσσέα, τον απίστευτο εκείνο τυχοδιώκτη που έζησε την περιπέτεια στη ζωή του όσο κανείς άλλος θνητός. Αν αυτός τοποθετούσε την οικογένεια τόσο ψηλά στις αξίες του, τότε ίσως να μην ήταν και τόσο κακή ιδέα. Ακόμα και στο νησί της Καλυψώς έμεινε επτά χρόνια. Κάποιοι λένε πως το έκανε γιατί του άρεσε η Καλυψώ, κάποιοι άλλοι γιατί έκανε μαζί της ένα γιο, τον Τηλέγονο. Δεν ήξερα ποια εκδοχή να πιστέψω, χρόνια αργότερα όμως απ’ όταν πρωτοδιάβασα την Οδύσσεια, την προσοχή μου τράβηξε μια επιστημονική έρευνα που έλεγε πως κάθε παιδί έχει απόλυτη ανάγκη και τους δύο γονείς του, ειδικά τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής του, όταν διαμορφώνει το χαρακτήρα του. Από την άλλη ο Τηλέγονος υπήρξε η καταστροφή του βασιλείου της Ιθάκης. Ποιός ήξερε να μου πει? Ίσως ούτε κι ο Οδυσσέας ο ίδιος. Το παράδειγμα της οικογένειας που είχα ζήσει εγώ μέχρι τότε απείχε αρκετά από το να χαρακτηριστεί ιδανικό. Όπως και να ‘χε πάντως, μπορούσα την ίδια στιγμή να αποποιηθώ την ευθύνη, όμως επέλεξα να μείνω, όσο μπερδεμένος κι αν ήμουν.
Το πρώτο πρακτικό πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε ήταν καθαρά γραφειοκρατικό. Κι αν ένα παιδί έχει ανάγκη τους γονείς του από ψυχολογικής άποψης, αυτό δεν απασχολεί καθόλου το κράτος, επιβάλλεται εντούτοις να αναγνωριστεί από τον πατέρα του. Σε αντίθετη περίπτωση τα πράγματα περιπλέκονται ιδιαίτερα νομικά. Ρωτήσαμε τον πατέρα μου που ήταν πολλά χρόνια ληξίαρχος και μας εξήγησε όλη τη διαδικασία αναγνώρισης ενός παιδιού εκτός γάμου. Ήταν ένας μαραθώνιος από πιστοποιητικά και έγγραφα σε διάφορες υπηρεσίες που επικυρωνόταν τελικώς από εισαγγελική απόφαση. Σκέτος πονοκέφαλος. Χρήματα για θρησκευτικό γάμο δεν υπήρχαν κι επιπλέον η Κωσταντίνα δεν ήθελε να μπει στη διαδικασία του ούσα έγκυος. Μόνη λύση ήταν ο πολιτικός γάμος πριν γεννηθεί το παιδί με το θρησκευτικό να έρχεται αργότερα, με την πρώτη ευκαιρία.
Το δεύτερο πρακτικό πρόβλημα ήταν σε σχέση με τους γονείς. Η Κωσταντίνα ήταν αρκετά ανήσυχη σχετικά με το πως θα το έπαιρναν, ειδικά ο πατέρας της. Όταν τους ανακοίνωσε αρχικά τη σχέση μας είχε διατηρήσει κάποιες επιφυλάξεις, περισσότερο για το γεγονός ότι μέναμε μαζί. Ήταν μόλις είχαμε μετακομίσει στα Λεχαινά. Τους το είπε ένα απόγευμα που είχε πάει να τους επισκευτεί στην Πάτρα.
Εγώ αυτό δε το δέχουμαι”
Αμέσως μετά όμως κατέβηκαν και οι δύο στο υπόγειο κι άρχισαν να ψάχνουν τον καταψύκτη να βρουν κρέας για το τραπέζι στο μέλλοντα γαμπρό. Είχε πολλή πλάκα εκείνο το τραπέζι, έγινε το αμέσως επόμενο μεσημέρι.
-Μα να μη μας το πεις νωρίτερα να ψωνίσουμε.
-Λένη τι έχει?
-Μόνο κοτόπουλο.
-Δεν έχει μοσχάρι?
-Όχι.
-Μα να μη μας το πεις νωρίτερα να ψωνίσουμε. Κι αύριο είναι Κυριακή.
Ήμουν κι εγώ στην Πάτρα εκείνο το Σαββατοκύριακο, ήταν προμελετημένο. Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό, η Σαρακοστή μόλις είχε ξεκινήσει. Έβαλα όσο καλύτερα ρούχα είχα, ένα παντελόνι τζίν που δεν ήταν τριμένο και μια καλή μπλούζα, πήρα κι ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια δανεικά απ’ τον αδερφό μου και ξεκίνησα για το σπίτι τους. Στο δρόμο σταμάτησα να πάρω κι ένα γλυκό, μην πάω με άδεια χέρια. Δυσκολεύτηκα λίγο αλλά βρήκα σε κάποιο ζαχαροπλαστείο ένα κέικ νηστίσιμο. Το σπίτι το ήξερα, το είχα επισκευτεί κάποιο άλλο Σαββατοκύριακο εν τη απουσία τους στο χωριό. Ήταν ένα τριώροφο δεκαπενταετίας που είχαν δυσκολευτεί αρκετά να χτίσουν με δάνειο, στην κλασική λογική ένας όροφος για κάθε παιδί. Συνταξιούχοι πια του δημοσίου, είχαν ολοκληρώσει το ισόγειο και ζούσαν εκεί, ενώ οι άλλοι δύο όροφοι παρέμεναν ημιτελείς.
Στο μεγάλο σαλόνι, ενιαίο με την κουζίνα έβλεπες παντού εικονίσματα. Κάποτε τα μετρήσαμε για πλάκα με την Κωσταντίνα και τα βρήκαμε πάνω από τριάντα. Απέναντι από το τζάκι η τραπεζαρία και στην άλλη άκρη ένα σαλόνι στο οποίο δεν καθόταν ποτέ κανείς. Μόλις άνοιξε η εξώπορτα το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Ήπιαμε ένα καφέ και μετά καθίσαμε να φάμε. Δε μιλούσαμε πολύ, κάποιες συστάσεις είχαμε κάνει στην ουσία. Επικρατούσε μια συγκρατημένη αμηχανία. Ο μέλλων πεθερός μου με κοιτούσε όσο τρώγαμε. Προσπαθούσα να διατηρώ τους τύπους όσο μπορούσα. Κάποια στιγμή δεν άντεξε.
-Ξέρεις, εμείς εδώ ήμαστε λαϊκοί άνθρωποι.
Για μια στιγμή σάστισα.
-Εντάξει κι εγώ λαϊκός άνθρωπος είμαι. Τι έννοείτε?
-Πες το βρε παιδάκι μου τόση ώρα, που σε βλέπω και τρως το κοτόπουλο με το μαχαίρι και το πηρούνι και λεω “πως το κάνει?”. Πιάστο με το χέρι να το φχαριστηθείς.
Η μέλλουσα πεθερά μου δεν έφαγε κοτόπουλο, νήστευε. Μόνο λίγη ντομάτα και λίγο αγγούρι με αλάτι, χωρίς λάδι. Δεν ήταν κακοί άνθρωποι, ήταν απλοί, λαϊκοί. Τους είχα συμπαθήσει κι απ’ ότι μου είπε μετά η Κωσταντίνα με είχαν συμπαθήσει κι αυτοί.
Είχαν περάσει δυό τρεις μήνες από τότε. Τώρα έμενε να τους ανακοινώσουμε το άλλο νέο. Η Κωσταντίνα ήταν πια έγκυος και πρόκειτο να παντρευτούμε. Είχαν πει από καιρό πως θα μας ανταπέδιδαν την επίσκεψη στο σπίτι που ζούσαμε, ήταν πολύ καλή ευκαιρία. Βγήκα το πρωί στην αγορά να ψωνίσω. Βρήκα στο ψαράδικο πεντάφρεσκα καλαμάρια πελαγίσια, καραβίδες και μύδια. Αμέσως μετά στο μανάβη, μυρώνια καυκαλίδες, κρεμυδάκια, ντομάτες και μάραθο. Ήταν μια ακόμα περίοδος νηστείας και δεν είχα πολλές επιλογές. Έφτιαξα πιλάφι με θαλασσινά. Αντί για λάδι σώταρα ελιές και το αποτέλεσμα ήταν πέρα από κάθε προσδοκία.
Έφτασαν λίγο πρίν το μεσημέρι. Ήπιαμε ένα καφέ και καθίσαμε στο σαλόνι. Μιλήσαμε για λίγο και η Κωσταντίνα, κάνοντας μια μικρή εισαγωγή, προχώρησε στη μεγάλη ανακοίνωση, μ’ εκείνο το χαρακτηριστικό, ψύχραιμο, απλό και σαρωτικό τρόπο που συνηθίζει να ανακοινώνει τα σημαντικά γεγονότα.
-Θέλουμε να σας ανακοινώσουμε κάτι. Είμαι έγκυος και αποφασίσαμε να παντρευτούμε.
Γνωρίζοντας την ανησυχία που είχε σχετικά με τον πατέρα της, είχα καρφωθεί πάνω του περιμένοντας την αντίδρασή του. Όμως δεν κινήθηκε καθόλου. Παρέμεινε εκεί, στην ίδια άνετη θέση που βρισκόταν στην άκρη του καναπέ, ακουμπισμένος πίσω, με το αριστερό χέρι του απλωμένο στη ράχη του επίπλου και παρατηρούσε. Περισσότερο προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, όμως παρέμεινε εντελώς ψύραιμος, σα να μην είχε ακούσει τίποτα. Ακολούθησε μια μικρή παύση και πριν προλάβει να μιλήσει κάποιος άλλος η Κωσταντίνα συνέχισε.
-Δεν είναι τίποτα, δύο υπογραφές χρειάζονται για να αναγνωριστεί το παιδί, ένα δύο μάρτυρες και αργότερα...
Τη διέκοψε η μάνα της που μέχρι εκείνη τη στιγμή για κάποιο λόγο απουσίαζε από το οπτικό μου πεδίο. Όλη εκείνη την ώρα κοιτούσα τον πατέρα της Κωσταντίνας και έριχνα και μερικές κλεφτές ματιές στην ίδια που όσο μιλούσε είχε ένα πλατύ χαμόγελο.
-Όχι, όχι, όχι.
-Τι όχι?
Γύρισα και την κοίταξα. Καθόταν στην άλλη άκρη του καναπέ, γυρισμένη ελαφρώς στο πλάι, δίπλα στον άντρα της. Φορούσε ένα γκρί ταγιέρ και η στενή της φούστα που έφτανε μέχρι τη γάμπα την εμπόδιζε να καθίσει άνετα. Στηριζόταν στην άκρη του μαξιλαριού με το βάρος της στα μάυρα χαμηλά τακούνια των παπουτσιών της, οι ώμοι της είχαν στραφεί προς τα εμπρός, ενώ το πρόσωπό της είχε στραφεί σε εντελώς παράλληλη θέση με το ταβάνι, πιέζοντας υπερβολικά τον αυχένα. Οι βολβοί των ματιών γυρισμένοι προς τα πάνω, προσπαθούσαν να μπουν στις κόγχες τους. Οι παλάμες της αγκάλιαζαν τα γόνατα, ενώ όλο της το σώμα είχε σφίξει σε ένα άκαμπτο τόνο απόλυτης και απερίγραπτης άρνησης.
-Όχι.
-Τι όχι?
-Είναι αμαρτία.
-Τι είναι?
-Α μα ρτί α.
Αυτό το τελευταίο κινητοποίησε ως και τον πατέρα της Κωσταντίνας, ο οποίος είχε ξαφνιαστεί ακόμα περισσότερο από την αντίδραση της γυναίκας του.
-Είναι αμαρτία.
-Ρε μαμά, αφού σου λέω, το κάνουμε για να αναγνωριστεί το παιδί. Μετά κάνουμε και το θρησκευτικό.
-Ό, ΧΙ.
-Δηλαδή τι θέλεις, να τρέχω στην εκκλησία με την κοιλιά τούρλα? Θα κάνουμε τον πολιτικό και μετά...
-Όχι.
-Εντάξει βρε Ελένη, αφού τώρα όλοι έτσι κάνουνε. Αφού σου λέει, μετά θα κάνουν και το θρησκευτικο.
-Είναι α μα ρτί α. Όχι.
Κάθε φορά που έλεγε όχι, ο αυχαίνας της συστρεφόταν όλο και περισσότερο προς τα πίσω, σε μια προσπάθεια να μη βλέπει ούτε να ακούει τι θέλαμε να της πούμε. Είδαμε και πάθαμε να την πείσουμε έστω και να το συζητήσει. Η Κωσταντίνα και ο πατέρας της δηλαδή, εγώ ούτως ή άλλως δεν είχα να πω πολλά, ούτε είχα ιδέα με ποιό τρόπο θα μπορούσα να βοηθήσω. Στο τέλος αρκέστηκε να πει “Εγώ πάντως δε συμφωνώ” και η συζήτηση μετά από ένα μικρό διάλλειμα πέρασε στο επόμενο επίπεδο.
-Που θα μείνετε?
-Δεν ξέρω, μάλλον θα μείνουμε εδώ μέχρι να κλείσουν τα σχολεία και μετά ίσως έρθουμε στην Πάτρα.
-Να έρθετε στην Πάτρα. Που θα μείνετε?
-Δεν ξέρω, φαντάζομαι θα νοικιάσουμε κάπου.
- Άκου να δεις τι θα κάνεις. Θα πάτε και θα πάρετε ένα δάνειο να φτιάξετε το σπίτι.
Ο πατέρας της Κωσταντίνας τινάχτηκε σα να τον είχε χτυπήσει ρεύμα.
-Δάνειο? Τι δάνειο?
-Δάνειο.
-Τι λες ρε Λένη, ξέρεις τι πα να πει δάνειο?
-Πως δεν ξέρω? Θα πατε να πάρετε ένα δάνειο.
-Πόσα λεφτά θα πάρουνε δάνειο?
-Δέκα χιλιάδες ευρώ.
-Και με δέκα χιλιάδες ευρώ θα φτιάξουνε σπίτι?
-Ρε μαμά, καλά σου λέει, με δέκα χιλιάδες θα φτιάξουμε το σπίτι?
-Θα βάλετε τα πλακάκια. Έχει τώρα πλακάκια στην αγορά φτηνά.
-Και τα υπόλοιπα? Πόρτες, κουφώματα, κουζίνα, ντουλάπια, σώματα καλοριφέρ?
-Θα τα φτιάξετε σιγά σιγά. Θα βάλετε τα πλακάκια και σιγά σιγά θα φτιάξετε τα υπόλοιπα.
-Και θα μένουμε σε σπίτι χωρίς πόρτες, κουζίνα και θέρμανση? Με μωρό παιδί? Τι λες τώρα?
-Και τι θα κάνετε, θα μένετε στο νοίκι.
-Ελένη, σπίτι με δέκα χιλιάρικα δε γίνεται.
-Καλά σου λέει ρε μαμά.
Η συζήτηση συνεχίστηκε στο ίδιο μοτίβο για αρκετή ώρα. Τώρα πια η μέλλουσα πεθερά μου είχε εντελώς διαφορετική στάση. Είχε βγει από την πρότερη θέση άμυνας. Καθόταν και πάλι στην άκρη του μαξιλαριού του καναπέ με τα πόδια μαζεμένα μπροστά της, αλλά ο κορμός και το πρόσωπο είχαν έρθει πιο μπροστά, πάνω από τα γόνατα, οι ώμοι επίσης, τα μάτια της ήταν ορθάνοικτα και όλο το σώμα της χαλαρό. Ο πατέρας της Κωσταντίνας είχε ανασηκωθεί και είχε γυρίσει από πριν προς το μέρος της, ενώ η Κωσταντίνα είχε αρχίσει να παίρνει τη στάση του σώματος που είχε νωρίτερα η μάνα της. Εγώ παρακολουθούσα εμβρόντητος.
Η συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Αφού δεν οδηγούνταν πουθενά και ήμασταν όλοι κουρασμενοι, καταλήξαμε συμβιβαστικά στο γεγονός πως τα πλακάκια και το δάνειο δεν ήταν ζήτημα του παρόντος και συμφωνήσαμε να το συζητήσουμε, αν χρειαζόταν, κάποια στιγμή στο μέλλον. Και δεν ήταν όντως του παρόντος. Θα μεσολαβούσαν εκ των πραγμάτων πάρα πολλά άλλα θέματα μέχρι κάτι τέτοιο. Ακολούθησε μια παύση. Ο πατέρας της Κωσταντίνας θέλησε να σπάσει λίγο τον πάγο και να αλλάξει το θέμα. Δεν ήθελε να συζητήσει άλλο το ίδιο θέμα.
-Ο παππούς σου είναι αυτός?
Ξαφνιάστηκα λίγο, δεν υπήρχε πουθενά στο σαλόνι φωτογραφία του παππού. Προσπάθησα να καταλάβω που αναφερόταν και μου έδειξε με το βλέμα τη βιβλιοθήκη. Στη βιβλιοθήκη του σαλονιού ο πατέρας μου είχε μια φωτογραφία του Νίκου Ζαχαριάδη.
-Όχι, ο Ζαχαριάδης.
-Α.
Αισθάνθηκα πως δεν είχε ιδέα ποιός ήταν ο Ζαχαριάδης, για μια στιγμή παρασύρθηκα νοητά στην ιδέα να του εξηγήσω, όμως γρήγορα κατάλαβα πως δεν υπήρχε λόγος.
Είπαμε να καθίσουμε για φαγητό. Έβαλα το πιλάφι στα πιάτα, σέρβιρα κρασί και τόνισα πως δεν είχε λάδι.
-Αυτά τι είναι?
-Μύδια, φρέσκα.
-Δεν τα ξέρω, δεν τα τρώω.
-Καλά, μην τα τρως εσύ, θα τα φάω εγώ.
-Α, άβραστο είναι το ρύζι.
-Θέλετε να σας το φτιάξω στο τηγάνι?
-Μπα, όχι άστο.
Το ρύζι δεν ήταν άβραστο, απλά δεν ήταν παραβρασμένο. Όλο αυτό ήταν πολύ αυθόρμητο, δεν περιείχε καμιά διάθεση προσβολής, απλά ο πατέρας της Κωσταντίνας είχε πολύ συγκεκριμένες συνήθειες στο φαγητό, πράγμα για το οποίο ήμουν ενήμερος, οπότε δεν ξαφνιάστηκα. Η μάνα της πήρε τα μεγάλα μύδια που είχε αφήσει στην άκρη του πιάτου του και τα απόλαυσε ένα ένα. Της άρεσαν πολύ τα θαλασσινά. Άρχισε να μας λέει για την εποχή που ήταν μικρή και μάζευαν μύδια με τον πατέρα της στον Αχελώο.
-Τα ποταμίσια δεν είναι τόσο νόστιμα, όμως τα τρώγαμε συχνά. Αυτά εδώ είναι πολύ ωραία. Και ψάρια τρώγαμε, έφερνε ο πατέρας μου απ’ το Μεσολόγγι. Ο Ηλίας δε τα τρώει τα ψάρια.
-Δεν τα τρώτε κύριε Ηλία?
-Όχι, δε μ’ αρέσουνε.
-Κουταμάρες. Δεν τα τρώει γιατί φοβάται μην του κάτσει κανένα κόκαλο στο λαιμό.
-Γαρίδες είναι αυτές?
-Καραβίδες.
-Πολύ ωραίες, πολύ ωραίες. Είναι ένα καφενείο στην Πάτρα που πάω και πίνω καμιά μπυρούλα. Και φτιάχνει πολύ ωραίο γαριδοπίλαφο, στο φέρνει για μεζέ. Γαριδοπίλαφο. Να πάμε καμιά φορά.
-Να πάμε.
Ο Ηλίας είχε πέσει στο πιάτο και έτρωγε γρήγορα. Η Κωσταντίνα καθόταν δίπλα μου και δεν έτρωγε. Ίσως ήταν η εγκυμοσύνη, ίσως η διάθεσή της. Δεν είπε τίποτα πάντως και δε τη ρώτησα κι εγώ. Είχε αφήσει το μισό πιλάφι στο πιάτο της.
-Δεν πεινάς?
-Όχι πολύ.
-Θα το φας αυτό?
-Κύριε Ηλία, να σας βάλω λίγο ακόμα? Έχει πολύ στην κατσαρόλα.
-Όχι, άστο. Θα φάω αυτό.
Σέρβιρα λίγο ακόμα κρασί και ρώτησα αν ήθελε κανείς κάτι άλλο. Τελειώσαμε το φαγητό μας, μιλήσαμε λίγο ακόμα, μας αποχαιρέτισαν και έφυγαν. Μάζεψα τα πιάτα και τα έβαλα στο νεροχύτη. Γύρισα και κοίταξα την Κωσταντίνα. Στεκόταν όρθια στην άκρη της κουζίνας δίπλα στο τραπέζι και με κοιτούσε ακίνητη. Σκούπισα τα χέρια μου και πήγα κοντά της. Την αγκάλιασα και τη φίλησα στο μέτωπο.
-Κατάλαβες τι έγινε τώρα?
-Εσύ κατλαλαβες?
-Εγώ κατάλαβα πως της είπα πως είμαι έγκυος και παντρεύομαι κι αυτή μου έλεγε για πλακάκια.
-Μη στεναχωριέσαι Κωσταντίνα, μην το παίρνεις κατάκαρδα.
-Μα, πλακάκια?
-Αυτοί οι άνθρωποι έτσι έχουν μάθει να σκέφτονται. Δεν είναι κακοί άνθρωποι. Δες όμως τι επιλογές έκαναν στη ζωή τους.
-Πλάκάκια?
-Πλακάκια και τούβλα. Γι αυτούς, αυτό έχει μεγάλη αξία, τα πλακάκια και τα τούβλα. Πάντως ο πατέρας σου κράτησε πολύ καλή στάση.
-Ναι, πραγματικά. Κράτησε την καλύτερη στάση απ’ όλους. Το περίμενες αυτό?
-Δεν ξέρω, δε τον γνωρίζω τόσο καλά.
-Εγώ πάντως δε το περίμενα. Περίμενα ότι η μάνα μου θα κρατούσε ψύχραιμη στάση και ο πατέρας μου θα διαφωνούσε. Και έγινε το αντίθετο.
-Τελικά, πολλές φορές, ξέρουμε πολύ λιγότερα για τους ανθρώπους μας απ’ όσα νομίζουμε οτι ξέρουμε.
-Μα, πλακάκια?
-Κοίτα Κωσταντίνα. Αυτοί την έζησαν τη ζωή τους. Έτσι ήθελαν να τη ζήσουν και έτσι την έζησαν. Δικαίωμά τους στο κάτω κάτω και δε μας πέφτει και λόγος. Το θέμα είναι να ζήσουμε κι εμείς τη δική μας.
Έκανε πίσω το κεφάλι και με κοίταξε καλά στα μάτια.
-Αυτό που είπες ακριβώς. Να ζήσουμε κι εμείς τη δική μας. Μη τους αφήσουμε να μας κάνουν κουμάντο.
-Αυτό είναι στο χέρι μας, δεν είναι στο δικό τους.
Δεν είναι κακοί άνθρωποι. Είναι όμως λίγοι. Δεν έμαθαν ποτέ να ξεχωρίζουν τα σημαντικά από τα ασήμαντα στη ζωή. Και δεν είναι μόνο αυτοί, είναι όλη η γεννιά τους. Κι ο δικός μου πατέρας και η μάνα μου και οι περισσότεροι απ’ όσους γνωρίζω, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Έτσι έζησαν τη ζωή τους, γιατί έτσι τους είπαν να τη ζήσουν. Θέλουν βέβαια το καλύτερο για τα παιδιά τους, όμως θέλουν να τα βάλουν με το ζόρι στο δικό τους χαϊρι. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι να μη τους αφήσουμε. Και να μην κάνουμε τα ίδια στα δικά μας παιδιά.